Η έκθεση του ΟΟΣΑ Health at a Glance 2025 συγκρίνει τα συστήματα υγείας με βάση πέντε άξονες (κατάσταση υγείας, παράγοντες κινδύνου, πρόσβαση, ποιότητα, ικανότητα συστημάτων) και αποτυπώνει πού ένα σύστημα αποδίδει και πού υστερεί, όχι μόνο σε χρηματοδότηση αλλά κυρίως σε οργάνωση και αποτελέσματα.
1. Η εικόνα της Ελλάδας: Ένα «παζλ» αντιφάσεων
Το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα φτάνει τα 81,8 έτη, λίγο πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (81,1), ενώ μόνο 7% δηλώνει κακή ή πολύ κακή υγεία. Παράλληλα, η αποφεύξιμη θνησιμότητα παραμένει υψηλή (213 θάνατοι/100.000) και οι χρόνιες παθήσεις επιβαρύνουν το σύστημα, με τον διαβήτη στο 7,2% του πληθυσμού.
2. Ανθρώπινο δυναμικό: Πολλοί γιατροί, λίγοι νοσηλευτές
Η Ελλάδα διαθέτει από τους περισσότερους γιατρούς στον ΟΟΣΑ (6,3/1.000 κατοίκους), αν και ο αριθμός πιθανώς υπερεκτιμάται. Το βασικό πρόβλημα είναι η σύνθεση: μόλις 6% είναι γενικοί/οικογενειακοί γιατροί, γεγονός που αποδυναμώνει την πρωτοβάθμια φροντίδα. Αντίθετα, οι νοσηλευτές είναι ελάχιστοι, ενώ η χαμηλή ελκυστικότητα του επαγγέλματος και ο κατακερματισμός των δομών δυσχεραίνουν τον συντονισμό και την αποτελεσματικότητα.
3. Πρόσβαση: Καθολική κάλυψη, αλλά υψηλές ακάλυπτες ανάγκες
Παρά την καθολική ασφαλιστική κάλυψη, το 12,1% των πολιτών δηλώνει ακάλυπτες ανάγκες υγείας – το υψηλότερο ποσοστό στον ΟΟΣΑ. Μόλις 27% δηλώνει ικανοποιημένο από τις υπηρεσίες στην περιοχή του. Το κόστος αποτελεί βασικό εμπόδιο, ιδιαίτερα στην οδοντιατρική φροντίδα.
Το σύστημα παραμένει έντονα νοσοκομειοκεντρικό (περίπου 40% των δαπανών), αν και πρωτοβουλίες όπως η Ενιαία Ψηφιακή Λίστα Χειρουργείων κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση.
4. Χρηματοδότηση: Υψηλή ιδιωτική συμμετοχή
Η δημόσια χρηματοδότηση καλύπτει μόλις το 60,9% των συνολικών δαπανών υγείας (ΟΟΣΑ: >75%), με υψηλές πληρωμές από την τσέπη των πολιτών. Η φαρμακευτική δαπάνη αγγίζει το 30% του συνόλου, ενώ η κατανομή πόρων ευνοεί τα νοσοκομεία εις βάρος της πρωτοβάθμιας φροντίδας.
5. Πρόληψη και τρόπος ζωής: Υψηλοί κίνδυνοι, χαμηλή συμμετοχή
Η Ελλάδα καταγράφει υψηλά ποσοστά καθημερινού καπνίσματος (25%), υπερκατανάλωσης αλκοόλ και χρήσης αντιβιοτικών. Η πρόληψη υστερεί: μόνο περίπου 25% των γυναικών 50–69 ετών συμμετέχουν σε μαστογραφικό έλεγχο, έναντι 60–80% σε άλλες χώρες.
6. Ψηφιακές υπηρεσίες και μακροχρόνια φροντίδα
Η τηλεϊατρική παραμένει περιορισμένη (13%), ενώ η δημόσια δαπάνη για μακροχρόνια φροντίδα δεν ξεπερνά το 0,5% του ΑΕΠ, από τις χαμηλότερες στον ΟΟΣΑ, σε μια κοινωνία που γηράσκει.
Η «ψαλίδα» στο προσδόκιμο ζωής
Στην Ελλάδα η διαφορά προσδόκιμου ζωής μεταξύ γυναικών και ανδρών φτάνει τα 5–6 χρόνια, αντίστοιχη με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
1. Πρόωρη θνησιμότητα: «εξωγενή» στους άνδρες, καρκίνος στις γυναίκες
Στους άνδρες, το 31% των χαμένων ετών ζωής οφείλεται σε εξωγενή αίτια (ατυχήματα, αυτοκτονίες, βία), με σαφώς υψηλότερους δείκτες από τις γυναίκες. Στις γυναίκες, ο καρκίνος αποτελεί την κύρια αιτία πρόωρης θνησιμότητας (31% των χαμένων ετών), με διαφορετικά πρότυπα καρκίνων ανά φύλο.
2. Καρδιαγγειακές παθήσεις: Πρώτη αιτία θανάτου και στα δύο φύλα
Τα καρδιαγγειακά νοσήματα παραμένουν η κύρια αιτία θανάτου, με υψηλότερη θνησιμότητα στους άνδρες (319/100.000) σε σχέση με τις γυναίκες (226/100.000). Οι άνδρες νοσούν νωρίτερα, ενώ οι γυναίκες εμφανίζουν συχνότερα εγκεφαλικά.
3. Οι γυναίκες ζουν περισσότερο, αλλά με περισσότερα χρόνια περιορισμών
Μετά τα 60, οι γυναίκες ζουν περισσότερα χρόνια με περιορισμούς υγείας και δηλώνουν συχνότερα χαμηλότερη ευεξία και υψηλότερα επίπεδα κατάθλιψης, σύμφωνα με τα δεδομένα PaRIS.
4. Παράγοντες κινδύνου ανά φύλο
Οι άνδρες καπνίζουν και πίνουν περισσότερο και είναι συχνότερα υπέρβαροι, ενώ οι γυναίκες εμφανίζουν χαμηλότερα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας, με επιπτώσεις στη σωματική και ψυχική υγεία.
Συμπέρασμα
Η Ελλάδα εμφανίζει καλούς δείκτες μακροβιότητας και υψηλό αριθμό γιατρών, αλλά υστερεί σε κρίσιμους τομείς για την καθημερινή εμπειρία των πολιτών: επάρκεια νοσηλευτών, ισχυρή πρωτοβάθμια φροντίδα, ουσιαστική πρόσβαση, πρόληψη και μακροχρόνια φροντίδα. Ο ΟΟΣΑ επισημαίνει ότι η απάντηση δεν βρίσκεται στην «ίση μεταχείριση», αλλά σε στοχευμένες πολιτικές: μείωση εξωγενών κινδύνων και ενίσχυση της ψυχικής υγείας στους άνδρες, έγκαιρη διάγνωση και καλύτερη διαχείριση χρόνιων παθήσεων στις γυναίκες.




