Ο γιος της φτωχής χήρας

Το παραμύθι της εβδομάδας στον «Λακωνικό Τύπο»

Παρασκευή, 14 Φεβρουάριος 2020 12:12 | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Ο γιος της φτωχής χήρας

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια χήρα φτωχή. Ζούσε σε ένα νησί με τα τρία παιδιά της. Είχε χάσει τον άντρα της σε ένα ναυάγιο. Η χήρα είχε ένα κτήμα. Φύτευε κηπευτικά για να ζήσει. Ήξερε κι από μοδιστρική. Έραβε, μαντάριζε, μπάλωνε ρούχα. Όλη μέρα δούλευε.
Στο κτήμα τη βοηθούσε ο γιος της. Τα κορίτσια έκαναν τις δουλειές του σπιτιού. Μια μέρα η χήρα αρρώστησε. Έπεσε στο κρεβάτι. Ο γιος της φώναξε το γιατρό του χωριού. Εκείνος την εξέτασε. Είπε στο παλικάρι: «Η μάνα σου είναι σοβαρά. Πρέπει να μείνει στο κρεβάτι και να τρώει καλά. Κυρίως κρέας». «Ευχαριστώ, γιατρέ!» είπε ο γιος της.  

Ύστερα τοπ παλικάρι είπε στις αδερφές του: «Η μάνα πρέπει να τρώει κρέας. Θα πάω με το μουλάρι στο διπλανό χωριό. Θα βρω τον παπά να μου δώσει». «Να πας!» λένε οι αδερφές του.
Το παλικάρι σέλωσε το μουλάρι. Ξεκίνησε για του παπά το σπίτι. Καθώς περνούσε μέσα από το δάσος, έπιασε καταιγίδα. Έψαξε μέρος για να προφυλαχθεί από τη βροχή. Είδε ένα φως. Πήγε προς τα εκεί και είδε ένα καλυβάκι. Κοίταξε από το παράθυρο. Μέσα καθόταν μια γριά. Πυρωνόταν πλάι στο τζάκι. Ξεπέζεψε. Χτύπησε την πόρτα.  

Η γριά άνοιξε και είπε: «Που πας, παλικάρι, με τέτοια καταιγίδα;» «Πάω στο χωριό πέρα από το δάσος. Με πρόλαβε ο καιρός. Μπορώ να ξαποστάσω μέχρι να σταματήσει η βροχή;» Η γριά, που γύρευε παρέα, είπε: «Είσαι μούσκεμα μέχρι το κόκαλο. Έλα στο τζάκι να πυρωθείς». «Ευχαριστώ!» είπε το παιδί. Έκατσε σε ένα σκαμνί πλάι στο τζάκι. «Τι γυρεύεις στο χωριό;» ρώτησε η γριά. «Η μάνα μου είναι άρρωστη, στο κρεβάτι. Χρειάζομαι κρέας. Πάω στον παπά να του γυρέψω». «Εκείνος είναι καλόκαρδος. Μα η θυγατέρα του θα σου ζητήσει αντάλλαγμα», είπε η γριά. «Δεν έχω τι να της δώσω», λέει το παλικάρι. «Άστα αυτά τώρα», λέει η γριά, «θα σου στρώσω πλάι στη φωτιά να ξεκουραστείς».

Το άλλο πρωί το παλικάρι ευχαρίστησε τη γριά. Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε κι έφτασε στο σπίτι του παπά. Χτύπησε την πόρτα. Άνοιξε η θυγατέρα του παπά. Όταν είδε το γιο της χήρας ρώτησε: «Τι ζητάς;» «Τον παπά!» αποκρίθηκε εκείνος. «Δε σχόλασε η εκκλησιά. Τι τόνε θες;» «Έχω ανάγκη. Η μάνα μου είναι άρρωστη».  
Τότε εκείνη του λέει: «Θα σου δώσω εγώ ό,τι θες. Μα θέλω μια χάρη. Θέλω να μου φέρεις τον καθρέφτη της νεράιδας». Το παλικάρι σάστισε: «Που θα την βρω;» ρωτάει. Η κοπέλα του λέει: «Κάθε βράδυ η νεράιδα πάει στο ξέφωτο πλάι στο ποτάμι. Κοιτάζεται στον καθρέφτη. Ύστερα πέφτει στο νερό. Σαν πέσει, βούτα τον καθρέφτη και φύγε. Σε λίγο θα έρθει ο πατέρας μου. Ό,τι είπαμε μεταξύ μας». «Εντάξει!» λέει το παιδί. Πάνω στη ώρα να σου κι ο παπάς. Ρωτάει τη θυγατέρα του: «Τι γυρεύει το παλικάρι;» «Το και το» του λέει αυτή. Ο παπάς δεν είπε κουβέντα.

Το άλλο βράδυ το παλικάρι πήγε στο ποτάμι. Ήταν νύχτα αφέγγαρη. Κρύφτηκε στην κουφάλα ενός δέντρου. Σε λίγο φάνηκε η νεράιδα. Στο χέρι της κρατούσε τον καθρέφτη. Κοιτάχτηκε λίγο. Μετά τον άφησε χάμω κι έπεσε στο νερό. Το παιδί βγήκε συρτά από την κουφάλα. Άρπαξε τον καθρέφτη κι έφυγε. Εκείνη μόλις βγήκε, έψαχνε για τον καθρέφτη. Άρχισε να κλαίει, να φωνάζει. Έψαχνε γύρω μήπως βρει τον κλέφτη. Μα τίποτα.

Το πρωί, το αγόρι έφτασε στο σπίτι του παπά. Βρήκε την παπαδοπούλα. Της λέει: «Σου έφερα τον καθρέφτη». Αυτή είπε: «Νόμισα ότι σε ξέκανε η νεράιδα. Ο καθρέφτης ήταν της γιαγιάς μου. Είναι από ασήμι. Μια νύχτα ακούμπησα τον καθρέφτη στο παραθύρι. Από τότε δεν τον ξαναείδα. Ζήτα μου ό,τι ποθείς». «Χρειάζομαι κρέας!» της λέει το παλικάρι. «Θα σου φέρω. Πάρε κι αυτό το πουγκί. Θα το ανοίξεις, σαν φτάσεις σπίτι σου. Αυτό το λαδάκι είναι από τον Άγιο. Σταύρωσε τη μάνα σου τρεις φορές. Έξω από την εκκλησιά του χωριού φυτρώνει ένα βοτάνι με άσπρο άνθος. Βράσε το. Δώσε το στη μάνα σου!» είπε το κορίτσι.
Το παλικάρι πήρε τα δώρα του κοριτσιού. Πήγε στην εκκλησιά. Κι έκοψε το βοτάνι. Ύστερα γύρισε στο χωριό του. Οι αδερφές του περίμεναν. Του είπαν: «Η μητέρα χειροτέρεψε». Εκείνος έκανε ό,τι τον ορμήνεψε η παπαδοπούλα.

Το πρωί η χήρα ήταν καλύτερα. Τα τρία αδέρφια ευχαριστήθηκαν. Μετά από λίγες μέρες η χήρα έγινε καλά. Ο γιος θυμήθηκε, τότε, το πουγκί που του έδωσε η κόρη του παπά. Το άνοιξε. Μέσα είχε τρία χρυσά φλουριά. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Δήμητρα Μπουμποπούλου

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ PLUS +
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

LINARDI
Koutsoviti