Το τελευταίο διάστημα παρακολουθούμε πλειοδοσία προθέσεων και υποσχέσεων, έναν κατακλυσμό παροχών από τον αρχηγό του κόμματος, που κυβέρνησε τα τέσσερα τελευταία χρόνια. Είναι αυτά που δεν πρόφτασε ή δεν θέλησε να κάνει, γι’ αυτό ζητάει μια ακόμη τετραετία. Με τον μανδύα του λαϊκού, του δίκαιου και του ηθικού προσπαθεί να επανακαθορίσει τα πρότυπα των συμπεριφορών του και να υιοθετήσει μια ξένη γι’ αυτόν ανθρώπινη στάση. Αισθάνεται μεγάλο το βάρος της ευθύνης των πεπραγμένων του, επιδιώκει και προωθεί το πολωτικό κλίμα, αφού θεωρεί ότι θα συντελέσει στην παραπλάνηση των ψηφοφόρων, ώστε να ξεχάσουν τις επιλογές και τις αποφάσεις του, που έκαναν τη ζωή τους πολύ δυσκολότερη. Η τέχνη όμως της πρόσκαιρης λήθης, μια εφαρμογή κοροϊδίας του παρελθόντος φαίνεται να προσκρούει πάνω στην ακρίβεια, τη μιζέρια και τη φτώχεια και δεν αφήνει περιθώρια για παραπέρα εξαπάτηση. Συνθήματα ταχείας αφομοίωσης, οπαδικής απερισκεψίας και ακρισίας και ένα τσουνάμι κυβερνητικής προπαγάνδας αναμεταδίδονται από όλα σχεδόν τα μέσα της ενημέρωσης δημιουργώντας ένα ωραιοποιημένο κλίμα, το οποίο προβάλλεται όχι μόνο ως κυρίαρχο και ασυναγώνιστο, αλλά και επιβεβλημένο.
Σήμερα, λίγες μέρες πριν από τις εκλογές και μπροστά στο φαινόμενο της διαγραφόμενης ήττας έχει επιστρατεύσει όλα τα μέσα, με την υπόδειξη των καθοδηγητών του προκειμένου να πλησιάσει τα λαϊκά στρώματα, τα οποία είχε συνειδητά εγκαταλείψει στη μοίρα τους. Κουράζεται πολύ για να κατέβει από το κεφαλόσκαλο, είναι κάτι που δεν το θέλει, εξάλλου δεν του πάει, αφού είχε το προνόμιο να γεννηθεί «άριστος», που επιβεβαιώνεται κάθε φορά που δεν έχει χαρτί μπροστά του. Χωρίς γραβάτα και με προσποιητά και παρατεταμένα μειδιάματα, με ακολούθους πολλούς τοπικούς κομματικούς παρατρεχάμενους αγωνίζεται να βάλει την ταπεινή μάσκα της στήριξης και της αλληλεγγύης, η οποία όμως δεν ταιριάζει στους ξεχωριστούς, γιατί είναι σχεδιασμένη για άλλους, είναι στα μέτρα των πολλών.
Και αφού η καρέκλα άρχισε να τρίζει από το βάρος των αντικοινωνικών συμπεριφορών και των υποκλοπών, με τις οποίες κάτω από τις πιέσεις ομολόγησε ότι γνωρίζει, των ασύστολων καταστολών και της αστυνομικής βίας, δεν υπάρχει κάτι που δεν περιέχεται στον κατάλογο των υποσχέσεων, όπως είχε γίνει και το 2019. «Δεσμεύτηκε» πάλι για καλύτερους μισθούς, ανακοίνωσε χιλιάδες προσλήψεις στον δημόσιο τομέα και τους ΟΤΑ, ειδικούς φρουρούς για ενίσχυση των αστυνομικών τμημάτων, υποσχέθηκε ξανά την απομάκρυνση και μετεγκατάσταση των φυλακών Κορυδαλλού, το φυσικό αέριο παντού βγάζει φλόγες, αυτοκινητόδρομοι προγραμματίζονται, παλιά αεροδρόμια θα ξαναλειτουργήσουν, αρχαία θέατρα θα αναστηλωθούν, οι συντάξεις θα αυξηθούν από το ΄24 κ.λπ. Και όλα αυτά ανασύρονται παραμονή των εκλογών, αφού για τέσσερα χρόνια δεν υπήρχαν. Ακόμη και τα Γλυπτά της Ακρόπολης έκανε αντικείμενο μυστικής διπλωματίας και συναλλαγής, προσπάθησε να τα εντάξει στον προεκλογικό αγώνα, αλλά μετά τις «αποκαλύψεις» του ίδιου και τα παζάρια για δανεισμό των κλεμμένων γλυπτών, σιώπησε κάτω από τις ισχυρές αντιδράσεις, αφού αυτό θα ισοδυναμούσε με αναγνώριση του σημερινού ιδιοκτησιακού καθεστώτος και νομιμοποίηση της αρπαγής. Ερωτοτροπεί με το κόμμα ΕΑΝ του πρώην μπροστινού του Κασιδιάρη, μήπως το χρειαστεί μετά τις εκλογές.
Γενικά, όσοι ψηφίζουν ΝΔ, σε μεγάλο βαθμό αποφασίζουν με βάση τα στενά συμφέροντά τους. Ειδικότερα: Ένα μικρό ποσοστό που περιλαμβάνει την οικονομική ολιγαρχία, τους κατόχους των μέσων παραγωγής, της ιδιοποίησης του παραγόμενου πλούτου και των ΜΜΕ, οι οποίοι με την πολιτική της στήριξη προστατεύουν και διευρύνουν τα συμφέροντά τους. Ένα μέρος που περιλαμβάνει αυτούς που έχουν σταθερό υψηλό εισόδημα, που ανήκει στους παραδοσιακά συντηρητικούς, που έχουν απατηλή αυτοπεποίθηση και ισχυρή ψευδαίσθηση ότι είναι οι γνήσιοι συνεχιστές του Ελληνικού κράτους. Ένα κομμάτι που παραμένει σταθερό στους ακροδεξιούς και φιλοβασιλικούς σχηματισμούς γοητευμένο από τις εξάρσεις πατριωτισμού του γνήσιου υποτίθεται εθνικισμού, οι οποίοι φέρουν ως προμετωπίδα το παραδοσιακό και αδιαπραγμάτευτο γι’ αυτούς τρίπτυχο: πατρίς, θρησκεία, οικογένεια. Και ένα πολύ μεγάλο μέρος του λεγόμενου μεσαίου χώρου που, παρότι το εισόδημά του σταθερά μειώνεται, αντιμετωπίζει ακόμη και προβλήματα επιβίωσης και ρέπει προς τη φτωχοποίηση, παρασύρεται από τις απατηλές υποσχέσεις και τα πληρωμένα μέσα ενημέρωσης, και ενώ όλη την τετραετία βρίζει, την Κυριακή ψηφίζει. Ακόμη, η πλειονότητα των ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας και των εμπλεκομένων με τη θρησκεία, που χωρίς εκσυγχρονισμό και ανανέωση εμμένουν στις ξεπερασμένες αυταπάτες και πλάνες, στις παλιές παρωχημένες προκαταλήψεις.
Αν η μεγάλη εκμεταλλευόμενη και καταπιεζόμενη πλειοψηφία δεν ενεργοποιηθεί, δεν δραστηριοποιηθεί και δεν εμπλακεί συνειδητά σε πολιτική σύγκρουση με τη συντήρηση, καμιά αλλαγή, ουσιώδης μεταβολή, δεν πρόκειται να γίνει. Αν οι κριτικά σκεφτόμενοι, οι διανοούμενοι, οι προοδευτικοί δεν βγουν μπροστά για να προστατεύσουν τη δημοκρατία, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος διολίσθησης σε καταστάσεις χωρίς επιστροφή. Ο αγώνας για την επικράτηση της ισότητας, της δικαιοσύνης και των ανθρώπινων δικαιωμάτων αποτελεί προτεραιότητα και πρέπει οπωσδήποτε να κερδηθεί.
Πέρασε μια τετραετία με τους λίγους να τρίβουν με ικανοποίηση τα χέρια τους και τους πολλούς να ανακατεύουν τα κέρματα. Όμως, οι εκλογές μπορούν να αλλάξουν την καθημερινότητα των ανθρώπων. Να σταματήσουν τον κατήφορο και να αναβαθμίσουν την ποιότητα της ζωής τους. Στο χέρι του Ελληνικού λαού είναι η αποτίναξη της εκτροπής και του προσωποπαγούς μοναρχικού καθεστώτος και η επαναφορά και η αποκατάσταση της δημοκρατίας, με όρους δικαιοσύνης, διαφάνειας και συνταγματικής νομιμότητας. Να διαψευστεί η θέση της Ρόζας Λούξεμπουργκ ότι: «Αν η ψήφος άλλαζε, πραγματικά, τον κόσμο, θα την είχαν απαγορεύσει». Ο λαός είναι κυρίαρχος, χωρίς όμως ιστορικά να το έχει πιστέψει. Στις 21 του μήνα επιβάλλεται να φανεί μια προσδοκία, μια ελπίδα.
Γι’ αυτό, όσοι θεωρούν ότι απογοητεύθηκαν, ότι έκαναν λάθος το 2019, να μην το ξανακάνουν.




