
Υπήρξε πράγματι μια περίοδος κοινωνικής αφασίας. Οι άνθρωποι παραμέρισαν το πνεύμα, τις Τέχνες, τις ανθρώπινες αρετές και μπήκαν στον κόσμο του καταναλωτισμού. Το ονόμασαν lifestyle. Δεν είχε σημασία η τελευταία ποιητική συλλογή ενός Ρίτσου, αλλά οι "τάσεις" της μόδας στο παπούτσι, στο χτένισμα ή στη γραβάτα. Πήγαινες στην Ρώμη, όχι για να επισκεφτείς τα μουσεία της, αλλά την αγορά της, με τα καταστήματα Bulgari, Armani, Paco Rabanne. Δεν αγόραζες το Τimes, αλλά το μοδάτο Nitro.
Έμοιαζε σαν μια τεράστια συνομωσία. Τα πάντα, ΟΛΑ, να έχουν στοιχηθεί πίσω από αυτή την καταναλωτική μανία που για να εξυπηρετηθεί, χρειάστηκε ακόμα και να κατασκευαστούν εμπορικά κέντρα-μαμούθ (Mall). Το κουτσομπολιό και το ανούσιο να έχει γίνει ένα παγκόσμιο προϊόν και μάλιστα να απαιτούνται χρήματα για να το αποκτήσεις. Και το πνεύμα να είναι στα αζήτητα, να μην μας αφορά καν.
Σ’ αυτό το περιβάλλον του τίποτα, όπου ο χαβαλές, οι ασήμαντοι άνθρωποι και η ευτέλεια είχαν γίνει πανάκριβα προϊόντα που τα επέβαλε το lifestyle, οι άνθρωποι έχασαν τον προσανατολισμό τους. Είδαν το νόημα σε ένα ακριβό αυτοκίνητο, ένα εξοχικό ή σε αχρείαστες αγορές. Η ευδαιμονία τέτοια απαιτούσε. Σαν από θεία δίκη όμως ήρθε -κυριολεκτικά- η ώρα της κρίσης. Της οικονομικής κρίσης.
Χρήματα δεν υπάρχουν πια. Και τα προϊόντα του lifestyle δεν έχουν καμία αξία. Κάποιοι άνθρωποι ανακαλύπτουν την θαλπωρή του σπιτιού τους. Την αξία μιας πραγματικής φιλίας. Την χαρά στα μικρά πράγματα. Καταλαβαίνουν ότι πρώτα και πάνω απ’ όλα είναι ο εαυτός τους που αξίζει, και όχι το τελευταίο μοντέλο μιας τσάντας Gucci.
Η κρίση θα αδικήσει, θα τιμωρήσει, αλλά και θα συνετίσει. Για κάποιους στη θέση του εικονικού lifestyle, που τίποτε δεν τους προσέφερε, θα έχει επιστρέψει η ουσία της ζωής. Τόσο πολύτιμη που δεν θα διανοηθούν ποτέ να την εγκαταλείψουν. Ακόμα κι όταν η κρίση φύγει.