Μετά από την περίοδο των καλοκαιρινών διακοπών άρχισε πάλι η προσγείωση και η επανεκκίνηση στη σχολική πραγματικότητα, στην οποία παιδιά και εκπαιδευτικοί ξανασμίγουν κοντά, προκειμένου να αγωνιστούν όχι μόνο για να αναπληρώσουν τα γνωστικά κενά και να προχωρήσουν σε νέα μορφωτικά πεδία, αλλά κυρίως για να ξαναχτίσουν τις κοινωνικές και ψυχοσυναισθηματικές γέφυρες μεταξύ τους, να συνεχίσουν να κουβεντιάζουν ήσυχα και απλά, να καταλαβαίνονται. Το άνοιγμα του σχολείου δημιουργεί την ευκαιρία σε πλήθος αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στα παιδιά και την κοινωνία, το μέγεθος των οποίων είναι ανεκτίμητο. Συνδέονται άμεσα με νέα πρόσωπα και περιεχόμενα, κάτι που οδηγεί στην νοηματική παρακολούθηση των ιδεών και των αξιών, όπως αυτές παρουσιάζονται, όχι πάντοτε αληθινά και σωστά, από ένα συνονθύλευμα ιστορικών γεγονότων.
Το προαύλιο, η σχολική αυλή έγινε και πάλι τόπος συνάντησης, ανταλλαγής απόψεων και εμπειριών, ιδίως για τα μεγαλύτερα παιδιά, ο χώρος που θα σφυρηλατηθούν αρχές και ιδεολογίες, οι οποίες στα μετέπειτα χρόνια θα πάρουν την οριστική τους μορφή. Η περιήγηση των μαθητών και των μαθητριών στον μικρό αυτό αλλά ιδανικό χώρο τούς προσφέρει την ευκαιρία της γόνιμης αμφίδρομης επίδρασης και της αναζήτησης των αιτίων για την μη προώθηση των σύγχρονων προγραμμάτων, τους λόγους της καθυστέρησης ή της πλημμελούς ή καθόλου εφαρμογής ερχόμενοι έτσι στην πρώτη επαφή, την αρχική εκτίμηση των κοινωνικοπολιτικών ζητημάτων.
Η οικογένεια ήρθε πάλι αντιμέτωπη με τα δύσκολα ερωτήματα που αφορούν την εκπαίδευση, τους άνισους και άδικους όρους παροχής του μορφωτικού αγαθού στα νιάτα της χώρας, τη δουλειά στο σχολείο, το φροντιστήριο, το σπίτι, τους περιορισμούς και τις αναγκαστικές βαριές συνέπειές τους. Είναι υποχρεωμένη να εφαρμόσει κατάλληλες και προσεκτικές μεθόδους και επιλογές και να προσπαθήσει να κρατήσει καθαρό το πνεύμα της μαραθώνιας προσπάθειας για την επίτευξη των ενδιάμεσων, αλλά και των μακροπρόθεσμων στόχων.
Χωρίς αμφιβολία, η οικονομική και κοινωνική ευημερία οφείλεται στην συγκροτημένη εκπαιδευτική πολιτική, η οποία συμπυκνώνει και αντανακλά τα προβλήματα των καιρών, χτίζει στέρεες βάσεις, οδηγεί και κατευθύνει τα παιδιά μέσω της σφαιρικής μορφωτικής επάρκειας, διαμορφώνει τους νέους πολίτες και διασφαλίζει τους όρους κοινωνικής συμπεριφοράς και κουλτούρας για μια σύγχρονη δημοκρατική πολιτεία. Εκτός από την απόλυτη και ολόπλευρη οικονομική στήριξη του κράτους στη δημόσια εκπαίδευση, αυτονόητος είναι ο καθορισμός και η συνεχής εναλλαγή και βελτίωση των ποιοτικών κριτηρίων σε μια δύσκολη και ανταγωνιστική συγκυρία, ο εμπλουτισμός των προγραμμάτων σπουδών με βάση τα διεθνή επιστημονικά δεδομένα και πρότυπα, με στόχο πάντοτε, πέρα από την ομαλή ένταξη στο κοινωνικό περιβάλλον, την ανάδειξη της σημασίας των εφοδίων για τη μελλοντική επαγγελματική επιλογή και αποκατάσταση.
Η αντίληψη και η πρακτική της κυβέρνησης, ότι η επιρροή του δημόσιου σχολείου πρέπει να μειωθεί, με την ταυτόχρονη αύξηση του ιδιωτικού έχει εξοργίσει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας που δεν μπορεί ή δεν θέλει να πληρώσει. Έτσι, έχει αφήσει συνειδητά την παραπαιδεία να γιγαντώνεται, με την οικονομική και όχι μόνο αιμορραγία των νοικοκυριών να έχει γονατίσει και εξαφανίσει τα στοιχεία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Πότε τελικά αυτός ο τόπος θα κατανοήσει ότι η Παιδεία πρέπει να παρέχεται δωρεάν μόνο από το δημόσιο σχολείο για να δίνει ίσες ευκαιρίες σε όλα τα παιδιά, όπως γίνεται σε όλες τις προηγμένες χώρες του κόσμου και όχι από κέντρα και παράκεντρα της ιδιωτικής «εκπαιδευτικής» κερδοσκοπίας;
Το δικαίωμα των παιδιών για σωστή και ολόπλευρη εκπαίδευση, για την εισαγωγή και παραμονή τους στον απέραντο χώρο της Παιδείας, για συνεχή μελέτη και επιμόρφωση είναι απαραβίαστο και οφείλει η πολιτεία να το προστατεύει, να το διευρύνει, να υποκλίνεται και να υποτάσσεται σε αυτό. Οι νέες και οι νέοι, οι οποίοι πολύ σύντομα θα βρεθούν στις επάλξεις της καθοδήγησης και της προκοπής της χώρας πρέπει να διακρίνονται από πλεόνασμα αρχών και αξιών που διαχρονικά έχουν καταγραφεί, των διακριτών και μετρήσιμων ικανοτήτων που η πορεία τους έχει αναδείξει. Δεν επιτρέπεται να καταλαμβάνουν αξιώματα κάποιοι/ες που γνωρίζουν την Αγγλική, αλλά έχουν σοβαρή υστέρηση στην Ελληνική γλώσσα, αφού δεν έχουν τύχει της Ελληνικής Παιδείας. «Έλληνες είναι οι μετέχοντες της ελληνικής παιδείας». (Ισοκράτης, Πανηγυρικός).
Όσον αφορά στους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι κατά τη μεγάλη τους πλειονότητα διακρίνονται από το υψηλό αίσθημα της ευθύνης απέναντι στις νέες γενιές, η πολιτεία τους έχει υποβαθμίσει και εγκαταλείψει. Οι εξευτελιστικές αμοιβές το επιβεβαιώνουν. Όμως, τον δάσκαλο δεν πρόκειται να τον αντικαταστήσει κανένα ηλεκτρονικό ή διαδραστικό μέσο, όσο προηγμένο και αν είναι. Η διαπροσωπική σχέση, η οποία θεμελιώνεται στην αίθουσα διδασκαλίας -στην αίθουσα ο αριθμός των μαθητών πρέπει να είναι μικρός-, δεν αντικαθίσταται. Η σωστή εκμάθηση και προφορά της Ελληνικής γλώσσας, ο προβληματισμός και η αναζήτηση της αληθινής ιστορικής πορείας του έθνους, η ανάδειξη του πλούτου των αρχών και των αξιών που περιέχονται στα αρχαιοελληνικά κείμενα είναι έργο μόνο του εκπαιδευτικού. Τα πολιτικά συστήματα που επιδιώκουν την απομάκρυνση του μαθητή από τον δάσκαλο είναι αντικοινωνικά, δυναμιτίζουν και ξεθεμελιώνουν τον κοινωνικό ιστό παράγοντας τεχνητά ανθρωπάκια ελεγχόμενα και απόλυτα κατευθυνόμενα.