
της Ιλέην Ρήγα
Υπάρχουν μορφές που, καθώς διασχίζουν τους αιώνες, δεν φθείρονται∙ μεταμορφώνονται. Η Ωραία Ελένη, παιδί της Σπάρτης, σύμβολο του έρωτα και της καταστροφής, δεν ανήκει μονάχα στην ελληνική μυθολογία. Γίνεται σκιά και αντανάκλαση μέσα στην ποίηση του Έντγκαρ Άλλαν Πόε, όπου η ομορφιά αγγίζει τη θνητότητα, κι ο πόθος συνομιλεί με τον θάνατο. Μέσα από τα ποιήματά του, η Ελένη δεν είναι πια η γυναίκα που πυροδότησε έναν πόλεμο, αλλά μια αιθέρια παρουσία, ένα φάντασμα από μάρμαρο και φως, που στέκει ανάμεσα στην αρχαιότητα και το όνειρο.
Για τον Πόε, η Ελλάδα δεν είναι ένας απλός τόπος, είναι ιδέα: είναι πατρίδα της ομορφιάς που πληγώνει, της μνήμης που δεν σβήνει, της ψυχής που επιστρέφει εκεί όπου κάποτε γνώρισε το κάλλος. Αν κατάφερνε να βρεθεί ποτέ στους λόφους της αρχαίας Σπάρτης, το βλέμμα της φαντασίας του δεν θα έβλεπε στρατιώτες, αλλά σκιές. Δεν θα τον συγκινούσε η πειθαρχία της πόλης, αλλά η σιωπή που αφήνει πίσω της η τελειότητα. Γιατί η Σπάρτη, στο βλέμμα του Πόε, θα ήταν ο τόπος όπου η Ομορφιά και ο Θάνατος σμιλεύονται πάνω στο ίδιο μαρμάρινο άγαλμα.
Αν και ο Πόε δεν έγραψε ποτέ ένα αυτόνομο ποίημα για τη Σπάρτη, η ψυχή της διαπερνά τους στίχους του. Η αυστηρή ομορφιά, η συνειδητή αποδοχή της φθοράς, το άγαλμα που στέκει αγέρωχο πάνω απ’ την ερήμωση, όλα είναι σπαρτιατικά μοτίβα λουσμένα στο σκοτάδι του ρομαντισμού.
Η Ελένη ως οικεία οπτασία
Στο πρώτο ποίημα που έγραψε με τον τίτλο «To Helen» («Στην Ελένη», 1831), ο Πόε απευθύνεται σε μια γυναίκα που δεν είναι απλώς ανθρώπινη, αλλά συμβολική. Το «To Helen» είναι από τα πιο γνωστά και εμβληματικά ποιήματα του Edgar Allan Πόε. Γράφτηκε το 1831, όταν ο ποιητής ήταν μόλις είκοσι δύο ετών, και αποτελεί έναν ύμνο στην αιώνια ομορφιά όπως αυτή ενσαρκώνεται από την Ελένη της Τροίας, τη γυναίκα που για τον Πόε δεν είναι ιστορική ή μυθολογική φιγούρα, αλλά ιδεώδες κάλλους και πνευματικής γαλήνης.
Το ποίημα πιστεύεται ότι γράφτηκε για τη Jane Stanard, μητέρα ενός φίλου του Πόε, την οποία ο ίδιος θαύμαζε ως πρόσωπο καλοσύνης και αισθητικής τελειότητας. Μέσα από την αλληγορία της Ελένης, η Stanard μεταμορφώνεται σε πνευματικό φως που οδηγεί τον ποιητή «πίσω στην πατρίδα της ψυχής».
Στην πρώτη στροφή, ο Πόε απευθύνεται στην Ελένη με τη συγκλονιστική φράση:
Helen, thy beauty is to me / Like those Nicéan barks of yore…
(Είναι για μένα τα κάλλη σου, Ελένη / σαν της Νίκαιας τα αρχαία πλοία)
Η ομορφιά της θυμίζει τα καράβια της Νίκαιας που έφερναν τους ταξιδιώτες σπίτι. Η Ελένη, λοιπόν, γίνεται πατρίδα, όχι πόθος. Είναι η πνευματική επιστροφή του ποιητή στη χαμένη αρμονία του αρχαίου κόσμου. Στο τέλος του ποιήματος, η Ελένη δεν είναι πια μια θνητή γυναίκα, αλλά η αποθεωτική προσωποποίηση της ομορφιάς που μεταμορφώνει τον κόσμο:
To the glory that was Greece / And the grandeur that was Rome.
(Στη δόξα που ‘την η Ελλάδα / και στο μεγαλείο που ‘ταν η Ρώμη)
Ο Πόε δεν εξιδανικεύει την Ελένη σαν σαρκική παρουσία, την ανασταίνει σαν σύμβολο. Μέσα της βρίσκει ένα δικό του μήνυμα σε όσα μας δίδαξε η Σπάρτη: ότι η ομορφιά χρειάζεται πειθαρχία και ότι η τελειότητα συνορεύει με τη θλίψη. Αυτοί οι δύο στίχοι είναι από τους πιο επιβλητικούς στην παγκόσμια ποίηση: φανερώνουν πως o Πόε έβλεπε την κλασική αρχαιότητα ως χαμένη αρμονία, τη φύλαγε στην καρδιά του ως μια εποχή όπου η ομορφιά είχε ακόμη ιερότητα.
Το πένθος της τελειότητας
Στο «The Valley of Unrest», ο Πόε περιγράφει μια κοιλάδα γεμάτη «ανήσυχα άνθη» που δεν σταματούν ποτέ να λικνίζονται. Πίσω από αυτή την εικόνα κρύβεται η αιώνια ανησυχία του πνεύματος, το τίμημα της δημιουργίας.
Στην πρώτη εκδοχή του ποιήματος (1831) υπήρχε και εδώ η μορφή μιας Ελένης (Helen, like thy human eye / Ελένη, σαν το μάτι του ανθρώπου), που αργότερα αφαιρέθηκε. Κι όμως, η απουσία της είναι παρουσία: η Ελένη υπάρχει πια ως σιωπή, ως τελειότητα που χάθηκε στη στιγμή της έμπνευσης.
Αυτό ακριβώς είναι και η Σπάρτη για τον Πόε, ένας τόπος όπου το καθήκον και η πειθαρχία ισορροπούν επικίνδυνα με την γοητεία του ρομαντισμού. Η αυστηρή ομορφιά της γίνεται αντανάκλαση του ίδιου του ποιητή: πειθαρχημένος στη μελαγχολία του, δέσμιος της αρμονίας που μάταια αναζητά.
Η δεύτερη “Ελένη”, ο έρωτας και το άγαλμα
Δεκαεπτά χρόνια μετά, στο δεύτερο ποίημα με τίτλο «To Helen» (1848), ο Πόε απευθύνεται πια στη Sarah Helen Whitman, και μαζί της σε μια νέα εκδοχή του ίδιου αρχέτυπου. Η Ελένη δεν είναι πια το φως που οδηγεί, αλλά το όραμα που κατακαίει. Ο ποιητής αντιλαμβάνεται πλέον πως η ομορφιά μπορεί να γίνει φονική, πως η έμπνευση είναι ταυτόχρονα λύτρωση και κατάρα.
Η Ελένη της Σπάρτης, λοιπόν, δεν είναι μόνο σύμβολο του έρωτα που γεννά πόλεμο, είναι και η προσωποποίηση της ίδιας της ποίησης. Όπως εκείνη κατέστρεψε τη Τροία, έτσι και η έμπνευση -αλλά και τα δημιουργήματά της- καταστρέφουν τον δημιουργό.
Η αρχαία Ελλάδα ως ψυχικό τοπίο
Στους στίχους του Πόε η αρχαία Ελλάδα δεν είναι τόπος που μπορείς να επισκεφτείς, είναι μια ψυχική κατάσταση που τη νιώθεις. Η «δόξα» και το «μεγαλείο» είναι αναμνήσεις, όχι πραγματικότητες, ακριβώς όπως συμβαίνει με τα όνειρα λίγο πριν το ξύπνημα. Η Αθήνα αντιπροσωπεύει το φως του λόγου, ενώ η Σπάρτη τη σιωπή της ψυχής που γνωρίζει το βάρος της ομορφιάς.
Ο Πόε θα έβλεπε στους σπαρτιατικούς λόφους την αντοχή αλλά και την ψυχρότητα της συγκίνησης, το βλέμμα του ήρωα που θυσιάζεται για ένα ιδανικό τόσο απόλυτο, ώστε φτάνει σε σημείο να χάσει την ανθρωπιά του. Και μέσα σε αυτή τη σιωπή θα άκουγε το πιο αγαπημένο του τραγούδι: την ηχώ μιας ομορφιάς που δεν πεθαίνει ποτέ και έτσι, αθάνατη και άπιαστη, δεν θα ανήκει ποτέ στον άνθρωπο.
Η Ελένη ως καθρέφτης της αιωνιότητας
Η Ωραία Ελένη του Πόε δεν είναι απλώς μια θνητή γυναίκα, είναι η ανάμνηση του ιδανικού, το αρχέτυπο της ομορφιάς που λυτρώνει και συνάμα βασανίζει. Στο πρόσωπό της ανταμώνουν ο Έρωτας και ο Θάνατος, η Σπάρτη και η Ποίηση, η πειθαρχία και η επιθυμία.
Η Ελένη του Πόε δεν ανήκει σε καμιά Τροία, σε καμιά Σπάρτη. Είναι το σύμβολο του αιώνιου πένθους για την ομορφιά που δεν μπορεί να φυλακιστεί. Κάθε του στίχος για εκείνη μοιάζει με επίκληση προς μια Ελλάδα που δεν είναι πια υπαρκτή στον φθαρτό κόσμο της πραγματικότητας, αλλά άυλη, σαν να μην απέδρασε ποτέ από τα σύνορα της μυθολογίας, ένα επικό βασίλειο όπου το φως γεννά το σκοτάδι και το ωραίο συνυπάρχει με το μακάβριο. Κι ίσως αυτό να είναι το πραγματικό θαύμα της Σπάρτης μέσα στην ποίηση του Πόε, ότι ο ποιητής της νύχτας μπόρεσε να δει, κάτω από το άκαμπτο προσωπείο της αρχαιότητας, το φως της ραγισμένης ομορφιάς της ν’ αναβλύζει αιώνια στις ρωγμές της ανθρωπότητας.