Ο Αϊ-Βασίλης των ελληνικών παραδόσεων είναι ένας λαϊκός άγιος, ανάμεσα στο μεγάλο ιεράρχη της Χριστιανοσύνης και σ’ έναν ανθρώπινο άγιο. Με άλλα λόγια, ο ελληνικός λαός δεν αρκέστηκε στη λατρεία του αγίου και στην ιστορική γνώση που είχε γι’ αυτόν, αλλά ταυτόχρονα η λαϊκή πίστη τον μετέπλασε με βάση ορισμένα κύρια χαρακτηριστικά του βίου του.
Με αφορμή, λοιπόν, τη θρυλική φιλανθρωπία και την ασκητική μορφή του Αγίου Βασιλείου, πίστευαν στην Ελλάδα πως ξεκινούσε παραμονή Πρωτοχρονιάς για να φτάσει στις πόρτες των ανθρώπων και να φιλοξενηθεί στα σπίτια τους.
Αδύνατος, κάπως ψηλός, με μαύρα γένια και καμαρωτά φρύδια, ήταν ντυμένος σα βυζαντινός πεζοπόρος, με σκουφί, πέδιλα και το ραβδί στο χέρι του. Στη ζώνη του είχε το καλαμάρι (= μελανοδοχείο) του λογίου και κάπου το χαρτί και τη πένα του. Δεν κρατούσε κοφίνι ούτε είχε σακί στην πλάτη του.
Καλόβολος πάντα, γελαστός και κουβεντιαστής με όποιους συναντούσε, έφερνε στους ανθρώπους τα δώρα του που ήταν συμβολικά: Την καλή τύχη και την ιερατική του ευλογία. Δώρα απαραίτητα για να τεθεί σε κίνηση ο καινούργιος χρόνος και να ανανεώσουν οι άνθρωποι τη γενναιοδωρία και τη φιλαλληλία τους.
Το στιβαρό ραβδί του ήταν σύμβολο της δύναμης και της μαγικής του ενέργειας. Μ’ αυτό σκορπούσε θαυματουργικά στους ανθρώπους θαλερότητα, ζωή και αναγέννηση… Το βεβαιώνουν και τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα των παιδιών:
«Και στο ραβδί του (α)κούμπησε να πεί την αλφα-βήτα,
και το ραβδί του (ή)ταν ξερό, χλωρά βλαστάρια βγάζει
και πάνω στα βλαστάρια του πέρδικες κελαηδούσαν
(…)
(Από τη Σωζόπολη)
πόλη της Βουλγαρίας, στον Πόντο,
που είχε πολύ ελληνικό πληθυσμό
Αυτός ο Αϊ-Βασίλης, σύμβολο του Ελληνισμού και προσωποποίηση του καινούργιου χρόνου στη λαϊκή πίστη, πορεύτηκε μεσ’ απ’ τους αιώνες της δύσκολης ελληνικής ζωής…




