Έφυγε από τη ζωή, μετά από μεγάλη μάχη που έδωσε για την υγεία του, ο σπουδαίος Λάκωνας Αντιστράτηγος ε.α., Ηλίας Γλεντζές, εκ των εμβληματικών μορφών των γεγονότων που ακολούθησαν της τουρκικής εισβολής το 1974 στην Κύπρο.
Ο ανώτατος αξιωματικός υπήρξε ένας ζωντανός ήρωας της Κύπρου κι ένας «μύθος» στους αξιωματικούς των καταδρομών. Η μάχη με την 31η Μοίρα Καταδρομών στο «Κότζα Καγιά» απέδωσε τον χαρακτηρισμό του «θρύλου» στον Ηλία Γλεντζέ, ο οποίος έφερε τότε τον βαθμό του Υπολοχαγού.
Ως διοικητής του 13ου Λόχου Κρούσεως της 31 Μοίρας Καταδρομών, τη νύχτα της 20ης προς 21η Ιουλίου 1974, με ελάχιστους καταδρομείς, εισχώρησαν στις εχθρικές γραμμές, κατέλαβαν το
ύψωμα «Κοτζά Καγιά», διαλύοντας τουρκική δύναμη άνω των 300 ανδρών, αφήνοντας πίσω τους πολλούς νεκρούς και τραυματίες, ενώ κατέστρεψαν το κέντρο επικοινωνιών του τάγματος.
Ο Ηλίας Γλεντζές με τους συμπολεμιστές του είχαν ήδη γράψει με «χρυσά γράμματα» τα ονόματά τους στην ιστορία του τόπου και είχαν αφήσει αέναο αποτύπωμα στη «βίβλο» των Ενόπλων Δυνάμεων.
Στη συνέχεια της στρατιωτικής του καριέρας, ο απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων της τάξης του 1967 υπηρέτησε ως διοικητής μονάδων στον Έβρο, ενώ τα τελευταία χρόνια ζούσε στη γενέτειρά του, το Έλος Δ. Ευρώτα, σεμνά και αθόρυβα.
Η ασύλληπτη κατάκτηση
του «Κοτζά Καγιά»
Την Κυριακή 21 Ιουλίου 1974 το βράδυ εκτυλίχθηκε η επική μάχη του «Κοτζά Καγιά» στον Πενταδάκτυλο, μεταξύ καταδρομέων της 31ης Μοίρας Καταδρομών της Εθνικής Φρουράς και μεγάλης δύναμης Τουρκοκυπρίων τρομοκρατών και Τούρκων αλεξιπτωτιστών, οι οποίοι είχαν εισβάλει στην Κύπρο.
Ως «μια ασύλληπτη σε ιδέα και εκτέλεση αποστολή», είχε χαρακτηρίσει την επιχείρηση αυτή ο τότε Ανθυπολοχαγός της Μοίρας, Ματθαίος (Μάκης) Οικονομίδης, πρόεδρος του Παγκύπριου Συνδέσμου Εφέδρων Καταδρομέων. Σύμφωνα με τον ίδιο, «οι Τούρκοι επάνδρωναν στην περιοχή γύρω στα 150 πολυβολεία, που ακόμη και ολόκληρη η δύναμη της Εθνικής Φρουράς ίσως να μην μπορούσε να τα εκπορθήσει. Κι όμως το πετύχαμε. Ο 13ος λόχος κρούσεως στον οποίο ανήκα, είχε αποστολή να διεισδύσει στα μετόπισθεν του εχθρού και από το νότιο άκρο να επιτεθούν οι λόχοι 11 και 12. Στους καταδρομείς είχαμε πει πως επρόκειτο για μια απλή αποστολή, όπως αυτές που εκατοντάδες φορές κάναμε στις ασκήσεις και ότι υπάρχει και ένα στρατόπεδο Τούρκων καταδρομών, το οποίο πρέπει να καταλάβουμε.
Με το που νύχτωσε φτάσαμε εκεί που ήταν οι Τούρκοι σκοποί, περάσαμε απαρατήρητοι από δίπλα τους και φτάσαμε στο δάσος της Αγύρτας. Εκεί, περνούσαμε μέσα από τα περίπολα των Τούρκων, χωρίς να μας έχουν αντιληφθεί διόλου. Ανεβοκατέβαιναν στην κορυφογραμμή όπου ήταν το στρατόπεδο, κάποια στιγμή μάλιστα, ένας Τούρκος αλεξιπτωτιστής πάτησε στο χέρι τον καταδρομέα Χριστοφή Πανίκο, από τη Λεμεσό!
Περάσαμε μέσα από τη χαράδρα του Αγίου Ιλαρίωνα, του οποίου η κατάληψη μάς είχε γίνει ψύχωση στην προηγούμενη ζωή μας στο στρατόπεδο. Και την ώρα εκείνη, από τη σκέψη όλων περνούσε η απόφαση αυτή και δοξάζαμε το Θεό που μας αξίωσε να βρεθούμε στο συγκεκριμένο σημείο. Το τραγούδι “Πάνω στον Άγιο Ιλαρίωνα εμείς θα βγούμε πρώτοι”, το τραγουδούσαμε πάντα στους στρατιωτικούς αγώνες και τις διάφορες εκδηλώσεις μας. Και η άγια εκείνη ώρα έφθασε!»
«Σηκωθείτε όλοι πάνω!»
Όπως εξιστορεί ακόμα ο κ. Οικονομίδης, «κάποια στιγμή φτάσαμε μπροστά στον μικρό τοίχο του στρατοπέδου, 22 συνολικά άντρες του 13ου λόχου. Πήδηξε τότε ο λοχαγός μας, Ηλίας Γλεντζές, από το τοιχάκι και έπεσε πάνω στον Τούρκο σκοπό, που τον εξουδετέρωσε ακαριαία. Ακολουθήσαμε κι εμείς. Εγώ προχώρησα προς ένα θάλαμο, όπως ήταν η αποστολή μου. Δεν είχε μέσα κρεβάτια, αλλά ήταν γεμάτος από Τούρκους αλεξιπτωτιστές, οι οποίοι καθόντουσαν κάτω με φως από δύο φανούς θυέλλης και με τα όπλα πάνω τους. Τους είπα στα ελληνικά “Σηκωθείτε όλοι πάνω!”. Αυτοί δεν κατάλαβαν, αλλά ούτε και περίμεναν καν ότι μέσα στο στρατόπεδο με 150 πολυβολεία πριν από αυτό και χωρίς να πέσει έστω και μια σφαίρα, αντίπαλοι θα έμπαιναν μέσα και θα τους έβλεπαν μπροστά τους. Ήταν κάτι το ασύλληπτο. Εγώ μαζί με τους άλλους που με ακολουθούσαν, μαζέψαμε τότε όλους τους αλεξιπτωτιστές, τους απομονώσαμε και ετοιμαστήκαμε για τυχόν απόπειρα αντεπίθεσης. Οι φίλιες δυνάμεις βρίσκονταν κάποια χιλιόμετρα μακριά.
Με βάση την αποστολή μας, λίγο πριν από το φως της ημέρας έπρεπε να έρθει το Πεζικό για να καταλάβει το ύψωμα και οι καταδρομείς να πάμε να ξεκουραστούμε. Στο τούρκικο στρατόπεδο είχαν διεισδύσει και καταδρομείς από τους δύο άλλους λόχους, οι οποίοι και ενώθηκαν με εμάς. Μαζί με τον ανθυπολοχαγό του 12ου λόχου Κώστα Μαλεκίδη, πήραμε ένα τούρκικο πολυβόλο 50άρι και το στήσαμε λίγο πιο πάνω από την κορυφογραμμή, όπου υπήρχε και κάλυψη».
«Τούρκικο γιουρούσι!»
«Πράγματι, όπως θυμάται ο Μ. Οικονομίδης, σε λίγο άρχισαν οι αντεπιθέσεις των Τούρκων. Ερχόντουσαν με αλαλαγμούς προς τα πάνω καθοδηγούμενοι από κάποιον χότζα, ο οποίος τους παρότρυνε να επιτεθούν! Να ανακαταλάβουν βέβαια το ύψωμα δεν μπορούσαν, γιατί μόλις έφταναν κοντά στα 2-4 μέτρα (για να μην βλέπουν από πού δέχονταν τα πυρά) τους κτυπούσαμε και τους εκκαθαρίζαμε. Μέχρι να χαράξει το φως τη Δευτέρα 22 Ιουλίου, το ύψωμα ήταν κατάσπαρτο από πτώματα! Οι επιθέσεις τότε των Τούρκων σταμάτησαν και το θέαμα εκεί ήταν φρικιαστικό, αφού άρχισαν να κάνουν εξορμήσεις γύπες, που έπαιρναν πτώματα και έφευγαν!
Ο λοχαγός Γλεντζές ζήτησε τότε οδηγίες, γιατί, επαναλαμβάνω, λίγο πριν από το πρώτο φως, έπρεπε να έρθει το Πεζικό για να καταλάβει το ύψωμα κι εμείς να φύγουμε. Σε λίγο, ο λοχαγός με πληροφόρησε πως η εντολή του διοικητή Καταδρομών ήταν να εγκαταλείψουμε το ύψωμα και να πάμε στον χώρο της απόβασης, στο Πέντε Μίλι της Κερύνειας, “γιατί εκεί παίζεται το μεγαλύτερο χαρτί”».
«Παγίδες στο τουρκικό στρατόπεδο»
Η περιγραφή του Μ. Οικονομίδη συνεχίζεται ως εξής: «Ήταν μέρα πια κι εμείς ήμασταν περικυκλωμένοι από χιλιάδες Τουρκοκύπριους και εισβολείς από την Τουρκία. Ήρθε τότε εκεί ο Ταγματάρχης Αλέξανδρος Μανιάτης, ο οποίος και παρέλαβε τη Μοίρα, αφού ο διοικητής μας είχε τραυματισθεί κατά το πραξικόπημα, ενώ ο υποδιοικητής μας είχε σκοτωθεί και η Μοίρα ήταν ακέφαλη!
Στον λοχαγό μου έδωσε οδηγίες να παγιδέψει το στρατόπεδο και να μείνουμε και οι δυο εκεί. Πράγματι, όλοι οι άλλοι της Μοίρας έφυγαν και μείναμε μόνο ο λοχαγός κι εγώ. Οι Τούρκοι είχαν αντιληφθεί προφανώς ότι η Μοίρα έφευγε, οπότε άρχισαν να κινούνται προς τα πάνω. Αν γνώριζαν, βέβαια, ότι στο ύψωμα ήμασταν μόνο δύο άτομα, θα μας παραλάμβαναν εύκολα. Ο Γλεντζές ασχολείτο την επόμενη ώρα με την παγίδευση αντικειμένων στο διοικητήριο με χειροβομβίδες, κι εγώ παρακολουθούσα τους Τούρκους που έρχονταν.
Στεκόμουν στην πόρτα και έλεγα στον λοχαγό “οι Τούρκοι είναι στα τόσα μέτρα…”! Απέφυγα να βάλω, γιατί θα καταλάβαιναν εύκολα οι Τούρκοι ότι τα πυρά προέρχονταν μόνο από ένα όπλο.
Γύριζα συνέχεια με αγωνία και έβλεπα τον λοχαγό που συνέχιζε την παγίδευση, ενώ στο πάτωμα ήταν νεκρός και ο διοικητής των Τούρκων!
Όταν πια οι Τούρκοι έφτασαν στα 15 μέτρα, είπα στον Γλεντζέ “φεύγουμε”.
Αρχίσαμε τότε να βάλλουμε ενώ αποχωρούσαμε και, αφού διασπάσαμε τον κλοιό των επιτιθέμενων Τούρκων, φτάσαμε σώοι κάποιαν ώρα στη διάβαση Αγίου Παύλου. Εκεί έγινε προσκλητήριο. Διαπιστώσαμε ότι είχαμε μόνο ένα νεκρό: Τον Χριστοφόρου Χριστόφορο, από τον Ποταμό του Κάμπου…».
φωτο Ηλ. Γλεντζέ: Δ. Καπονικολός (FB)




