Ο Ροδής

Το παραμύθι της εβδομάδας στον «Λακωνικό Τύπο»

Παρασκευή, 20 Μάρτιος 2020 13:23 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Ο Ροδής

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας χωρικός. Ζούσε σε ένα χωριό σε ένα νησί. Είχε φτιάξει έναν κήπο από ρόδα. Στο χωριό τον φώναζαν Ροδή, γιατί στον κήπο του είχε ρόδα λευκά, κόκκινα, κίτρινα, πορτοκαλί, ροδαλά. Ήθελε να φτιάξει τον πιο ωραίο ροδώνα στη χώρα, με όλων των ειδών τα ρόδα.

Μια μέρα ένας γέρο-καπετάνιος ξεμπάρκαρε στο νησί. Πέρασε από το χωριό του Ροδή. Θαύμασε τον κήπο του και είπε: «Σου λείπουν δύο χρώματα». «Ποια;» ρώτησε αυτός. «Τα ασημί και το χρυσό», είπε ο καπετάνιος. «Υπάρχουν ασημί και χρυσά ρόδα;» ρώτησε ο νέος. Ο καπετάνιος είπε: «Υπάρχουν και βρίσκονται στο κάστρο της κόρης των ρόδων. Τρία σκυλιά, σωστά θεριά, φυλάνε τους κήπους. Κανείς δεν πλησιάζει. Εγώ μπήκα στο κάστρο, γιατί είχα εμπορεύματα να παραδώσω. Έτσι είδα τα ρόδα». «Πως θα πάω στο κάστρο;» ρώτησε ο Ροδής. «Για να φτάσεις εκεί χρειάζεσαι ένα καλό άλογο, επιμονή και τύχη. Λίγοι ξέρουν να σου πουν πως το δόμο», είπε ο γέρο-καπετάνιος.    

Ο Ροδής ετοιμάστηκε για το ταξίδι. Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε και συναντάει ένα γεροντάκι: «Που θα βρω ένα γερό άλογο;» τον ρωτάει. «Θα πας στο γέρο-Μηνά στο διπλανό χωριό». Ο νέος προχώρησε κι έφτασε στο χωριό. Ρώτησε ένα παιδί: «Που θα βρω το γέρο-Μηνά;» «Στο αρχοντικό με τους στάβλους. Έλα να σε πάω» είπε το παιδί.

Σαν φτάσανε στο σπίτι του γέρου, ο Ροδής χτύπησε την πόρτα. Του άνοιξε η δούλα: «Τι ζητάς, παλικάρι;» ρώτησε. «Θέλω το γέρο-Μηνά», είπε αυτός. «Πέρασε», είπε η κοπέλα. Ο Ροδής την ακολούθησε. Είδε σε μια πολυθρόνα έναν λεβεντόγερο να καπνίζει το τσιμπούκι του. «Έμαθα ότι έχεις γερά άλογα», του είπε. Ο γέρος αποκρίθηκε: «Τα άλογα τα αγαπάω σαν παιδιά μου». «Θέλω ένα άλογο που να αντέχει τους κόπους. Θα στο καλοπληρώσω», είπε ο Ροδής. «Έλα στους στάβλους μου να διαλέξεις», λέει ο γέρος. Το παλικάρι πήγε. Είδε άλογα δυνατά, με μάτια που σπίθιζαν. «Διάλεξε!» του λέει ο γέρο-Μηνάς. Ο νέος διάλεξε ένα μαύρο άλογο. «Να το φροντίζεις και να το ταΐζεις καλά», είπε ο γέρος. Τα βρήκαν στην τιμή κι έδωσαν τα χέρια. Ο Ροδής ρώτησε: «Πως θα πάω στο κάστρο της κόρης των ρόδων;» «Εδώ δίπλα μένει η γριά Σταχτού. Θα σε ορμηνέψει», του είπε ο γέρος.  

Ο Ροδής πήγε στο σπίτι της γριάς. Εκείνη καθόταν στην αυλή. «Είσαι η Κυρά Σταχτού;» τη ρωτάει. «Ναι», λέει αυτή. «Ο γέρο-Μηνάς με στέλνει. Θέλω να μου πεις για το κάστρο της κόρης των ρόδων». Η γριά είπε: «Έλα μέσα. Έχω κάστανα να σε φιλέψω». Έτσι, μπήκανε στο σπίτι.

Η γριά Σταχτού άναψε φωτιά στο τζάκι. Έψησε κάστανα και είπε: «Το κάστρο θα το βρεις, αν ακολουθήσεις το ρέμα του ποταμού. Δύσκολο είναι να μπεις. Σκυλιά φυλάνε μέσα. Από όσους μπήκανε στο κάστρο κανένας δε βγήκε ζωντανός. Αν τα ταΐσεις ίσως κάτι καταφέρεις». Μετά σηκώθηκε. Πήγε σε ένα ντουλάπι. Έβγαλε ένα τόξο και βέλη. Τα έδωσε στο Ροδή κι είπε: «Έβγα για κυνήγι. Ό,τι πιάσεις, πάρτο μαζί σου να χορτάσεις τα σκυλιά». Ο νέος πήρε το τόξο. Ύστερα φίλησε το χέρι της γριάς κι έφυγε.

Έκανε ό,τι τον ορμήνεψε η γριά. Προχώρησε με τη ροή του ποταμού. Είχε νυχτώσει, όταν είδε φως μακριά. «Πρέπει να είμαι κοντά στο κάστρο», σκέφτηκε. Κάθισε κάτω από ένα δέντρο να ξαποστάσει. Συλλογιζόταν πως θα μπει στο κάστρο. Από την κούραση αποκοιμήθηκε.

Το πρωί πήγε για κυνήγι στο δάσος. Σκότωσε πουλιά και λαγούς. Άναψε φωτιά. Έψησε τα πουλιά. Ξαφνικά παρουσιάζεται ένα ξωτικό. «Ωραίο κυνήγι!» του λέει. Ο Ροδής λέει: «Κόπιασε να σε φιλέψω». Το ξωτικό κάθισε παρέα με το παλικάρι. Αφού φάγανε, ρώτησε ο Ροδής: «Πως θα μπω στο κάστρο της κόρης των ρόδων, χωρίς να με φάνε τα σκυλιά;» «Τι θα μου δώσεις, αν σου πω;» ρωτάει το ξωτικό. «Τι ζητάς;» «Ένα βαρελάκι κρασί από το κάστρο», είπε το ξωτικό. «Θα το έχεις!» λέει ο Ροδής. Το ξωτικό είπε: «Θα αποκοιμίσεις τα σκυλιά. Θα μαγειρέψεις το κυνήγι σου με τα βότανα που θα σου δώσω. Αυτά φέρνουν ύπνο. Θα ταΐσεις τα σκυλιά και θα αποκοιμηθούν».

Έτσι έκανε ο Ροδής. Μετά καβάλησε το άλογό του και πήγε στο κάστρο έξω από τα ψηλά τείχη. Είπε: «Πως θα μπω μέσα;» Ακούει τότε μια φωνή: «Μην ανησυχείς!»  Γυρίζει και βλέπει το ξωτικό. «Πως βρέθηκες εδώ;» το ρωτάει. «Ήρθα καταπόδι σου με το αλογάκι μου. Θέλω να πάρω το κρασί που μου έταξες», λέει αυτό. Μετά ψέλλισε κάτι μαγικά λόγια κι εμφανίστηκε μια ξύλινη ψηλή σκάλα. Είπε: «Ανέβα στα τείχη και πήδα μέσα. Θα σε περιμένω!» Ο Ροδής στήριξε τη σκάλα στο πίσω μέρος του τείχους κι ανέβηκε. Πέταξε τους λαγούς μέσα. Τα σκυλιά καταβρόχθισαν τους λαγούς. Έπεσαν σε λήθαργο.

Τότε ο Ροδής μπήκε στον περίβολο του κάστρου. Έψαξε να βρει τις αποθήκες. Τρύπωσε μέσα. Πήρε ένα βαρελάκι κρασί και το έβαλε σε ένα σακί. Μετά πήγε στον κήπο. Βρήκε τα ασημί και τα χρυσά ρόδα. Ήταν έτοιμος να  κόψει βλαστό για να φυτέψει. Τότε ακούει μια φωνή: «Κλέβεις τα ρόδα μου;» Γυρίζει και βλέπει την κόρη των ρόδων, μια πανέμορφη βασιλοπούλα. Της λέει: «Θέλω να τα φυτέψω στον κήπο μου». Εκείνη είπε: «Σκότωσες τα σκυλιά μου!» «Δεν τα σκότωσα. Τα κοίμισα», είπε αυτός. «Θα σε αφήσω να βγεις από το κάστρο, μόνο αν μου φέρεις βολβούς από υακίνθους. Τα ξωτικά φυλάνε σε κρυφό μέρος τους βολβούς. Τους φυτεύουν την άνοιξη στο δάσος. Κανένας υπηρέτης μου δεν κατάφερε να βρει την κρυψώνα. Αν φέρεις τους βολβούς, θα φυτεύω υακίνθους, που τόσο αγαπώ». Ο Ροδής είπε: «Θα τους φέρω. Έχεις το λόγο μου». Τότε η  βασιλοπούλα τον άφησε να φύγει.

Ο Ροδής βγήκε από το κάστρο κι είδε απέξω το ξωτικό. Είπε: «Θέλω να βολβούς από υακίνθους». Το ξωτικό λέει: «Τα άλλα ξωτικά φυλάνε τους βολβούς σε μια σπηλιά. Δεν αφήνουν κανένα να πλησιάσει. Τα μεσάνυχτα φεύγουν. Πάνε για φαγοπότι. Αν μας δούνε, αλίμονό μας». Ο Ροδής λέει: «Ας προσπαθήσουμε!» Το ξωτικό είπε: «Πάμε, αλλά θα μου χρωστάς μεγάλη χάρη».  

Έτσι, δρόμο πήραν, δρόμο άφησαν κι έφτασαν στο δάσος κοντά σε μια σπηλιά. Το ξωτικό είπε στο παλικάρι: «Δώσε μου το ταγάρι σου. Θα μπω μέσα και θα στο γεμίσω βολβούς και χώμα». Έτσι, το ξωτικό μπήκε στην σπηλιά κι έφερε τους βολβούς στο Ροδή. Ο νέος είπε: «Σε ευχαριστώ! Πάρε το βαρελάκι που ζήτησες. Θα πίνεις και θα με θυμάσαι». Μετά έφυγε.

Δρόμο πήρε, δόμο άφησε ο Ροδής και πήγε στη βασιλοπούλα. Η κόρη των ρόδων, μόλις είδε τους βολβούς, χάρηκε. Του είπε: «Πάρε αυτή τη λινάτσα με νωπό χώμα για να βάλεις τους βλαστούς από τα ρόδα. Έτσι δε θα ξεραθούν μέχρι να φτάσεις στον τόπο σου. Αναρωτιέμαι πως γλίτωσες από τα ξωτικά. Τους βολβούς τους φυλάνε σαν τα μάτια τους». «Έχω τα μυστικά μου, βασιλοπούλα», της είπε ο Ροδής και πήρε τη λινάτσα.

Ύστερα ο Ροδής γύρισε στο χωριό του. Φύτεψε στον κήπο του τα ρόδα. Καμάρωνε που τα έβλεπε. Κι έζησε αυτός καλά κι εμείς καλύτερα.

Δήμητρα Μπουμποπούλου

Ενημερωθείτε για όλη την επικαιρότητα της Λακωνίας και όχι μόνο μέσα από τη συνεχή ροή του www.lakonikos.gr. Κάνετε like στη σελίδα και γίνετε μέλος στην ομάδα του lakonikos.gr στο Facebook για να μαθαίνετε τα νέα πρώτοι! Με το κύρος και την αξιοπιστία του "Λακωνικού Τύπου", της μοναδικής ημερήσιας εφημερίδας της Λακωνίας με ιστορία 20 και πλέον ετών

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΒΙΒΛΙΟ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

LINARDI
Koutsoviti