Η παχιά κοπέλα και η στοιχειωμένη μουριά

Το παραμύθι της εβδομάδας στον «Λακωνικό Τύπο»

Παρασκευή, 12 Μάρτιος 2021 12:50 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Η παχιά κοπέλα και η στοιχειωμένη μουριά

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μια παχιά κοπέλα. Ζούσε με τη μάνα της σε ένα χωριό της Σάμου. Όλοι στο χωριό την περιγελούσαν, μα τη λυπόνταν κιόλας. Ήθελε να αδυνατίσει.
 

Μια μέρα η παχιά κοπέλα είπε στη μάνα της: «Θα πάω στο σπίτι της κυρά Φωτεινής. Είναι ξύπνια γυναίκα. Ίσως μου πει πως θα αδυνατίσω». «Να πας κόρη μου κι ό,τι σου πει να κάμεις».

Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε η παχιά κοπέλα, έφτασε στο σπίτι της κυρά Φωτεινής. Αυτή την καλοδέχτηκε. Της είπε: «Πέρασε καλή μου! Πως κι από δω;» «Κυρά Φωτεινή, θέλω να μου πεις πως θα αδυνατίσω». Της λέει η κυρά Φωτεινή: «Θα πω σου κάτι και βάλε το στο μυαλό σου… Απόφαση χρειάζεται. Θα έρθεις εδώ να μείνεις για έξι μήνες. Ό,τι σου λέω θα κάνεις. Θα τρως ό,τι μαγειρεύω. Θα πηγαίνεις όπου σε στείλω». «Εντάξει!» είπε η παχιά κοπέλα.

Γύρισε στο σπίτι της. Πήρε ρούχα, σεντόνια καθαρά και πετσέτες. Πήγε στο σπίτι της κυρά Φωτεινής το ίδιο βράδυ. Κοιμήθηκε σε ένα δωμάτιο που της είχε ετοιμάσει η οικοδέσποινα. Για δύο μήνες η παχιά κοπέλα έκανε ό,τι της έλεγε η κυρά Φωτεινή. Έτρωγε με μέτρο, δούλευε στα κτήματα, περπατούσε. Είχε χάσει κάμποσο βάρος.

Μόλις πέρασαν οι δύο μήνες η κυρά του σπιτιού της λέει: «Θα σε στείλω στη στοιχειωμένη μουριά στο Βαθύ της Σάμου. Αν πας, οι χωριανοί θα σε πληρώσουν καλά. Με τόσο δρόμο που θα πας θα αδυνατίσεις κιόλας». «Γιατί θα με πληρώσουν οι χωριανοί αν πάω στη μουριά;» ρώτησε η παχιά κοπέλα. «Γιατί θα βρεις το στοιχειό του δέντρου και το διώξεις. Αυτό κάνει όλο κακίες. Μια γυναίκα την γκρέμισε κι έσπασε το πόδι της. Ένα κορίτσι το έριξε και κατατσακίστηκε. Ένας άλλος έπεσε και χτύπησε την πλάτη του. Ξεκίνα απόψε. Σου έχω ένα μπόγο με λίγο φαγητό για το δρόμο».

Η παχιά κοπέλα πήρε το μπόγο, δρόμο πήρε δρόμο άφησε κι έφτασε σε ένα δάσος. Είχε αναψοκοκκινίσει και ιδρώσει. Έκατσε να ξαποστάσει. Τότε άκουσε ένα πουλί σε ένα δέντρο να λέει με ανθρώπινη λαλιά: «Το στοιχειό φυλάει τη μουριά, πως θα πάω να χτίσω εκεί φωλιά;»

Η παχιά κοπέλα είπε στο πουλί: «Ξέρεις που είναι η στοιχειωμένη μουριά; Θέλω να με πας εκεί». «Θα σε πάω, αν με βοηθήσεις να φτιάξω τη φωλιά μου στη μουριά». «Θα σε βοηθήσω!» είπε αυτή.

 Έτσι, δρόμο πήραν δρόμο άφησαν για το Βαθύ. Το πουλί την οδηγούσε. Περπάτησε δύο μέρες και δύο νύχτες. Ύστερα αυτή ξάπλωσε κάτω από ένα δέντρο. Από την κούραση κοιμήθηκε. Το πουλί κούρνιασε στα κλαδιά. Πριν το χάραμα ένας ασβός κουλουριάστηκε πλάι στην παχιά κοπέλα. Από την μυρωδιά του ασβού αυτή ξύπνησε. Πιάνει τον ασβό από την ουρά και τόνε κρεμάει ανάποδα.

Το ζώο άρχισε φώναζε: «Μη μου κάνεις κακό και θα σε βοηθήσω». «Θα έρθεις μαζί μου, αλλά από απόσταση» είπε η παχιά κοπέλα. «Θα έρθω!» της λέει ο ασβός.

Δρόμο πήραν, δρόμο άφησαν ο ασβός και η παχιά κοπέλα με το πουλί οδηγό. Έφτασαν στο Βαθύ το άλλο πρωί. Το πουλί τους έδειξε τη μουριά και είπε: «Εδώ μένει το στοιχειό. Παρουσιάζεται το βράδυ. Έχει στοιχειώσει τη μουριά. Όποιος ανεβεί πάνω τον τσακίζει».

Η παχιά κοπέλα είπε: «Ασβέ, ανέβα στη μουριά. «Όταν το στοιχειό φανεί, θα προχωράς από κλαδί σε κλαδί και θα αφήνεις τη μυρωδιά σου».

Ο ασβός ανέβηκε στη μουριά. Σαν φάνηκε το στοιχειό, δε μπορούσε να σταθεί πάνω στο δέντρο από τη μπόχα του ασβού. Κόντεψε να σκάσει. Πήδηξε από τη μουριά κι έγινε άφαντο.

Ένας τσοπάνης είδε όσα έγιναν. Πήγε στην παχιά κοπέλα και της είπε: «Μας γλίτωσες από το στοιχειό. Πολλούς είχε γκρεμίσει από τη μουριά. Έλα στο χωριό μας. Θα σε ανταμείψουμε για το καλό που έκανες».

Η παχιά κοπέλα ζήτησε από τον ασβό κι από το πουλί να την περιμένουν. Κατά τα μεσάνυχτα γύρισε από το Βαθύ. Είχε μαζί της ένα πουγκί με λεφτά, σποράκια για το πουλί και κρέας για τον ασβό. «Θα σε βοηθήσω να φτιάξεις τη φωλιά που ήθελες», λέει στο πουλί. Έτσι κι έκανε. Έφτιαξαν παρέα μια ζεστή φωλιά. Ο ασβός είπε: «Θα μείνω εδώ. Ο τόπος έχει κυνήγι. Θα φυλάω τη μουριά από το στοιχειό».

Η παχιά κοπέλα συμφώνησε κι έπειτα πήρε το δρόμο του γυρισμού. Σε τρία μερόνυχτα έφτασε στο χωριό της. Διηγήθηκε στην κυρά Φωτεινή όσα έγιναν. Εκείνη της είπε: «Το ταξίδι σου έκανε καλό. Έχασες βάρος και ανταμείφθηκες».

Η παχιά κοπέλα έμεινε άλλους τέσσερις μήνες στο σπίτι της Φωτεινής, όπως είχαν συμφωνήσει. Νύχτα και μέρα δούλευε. Με τον καιρό αδυνάτισε. Η μάνα της, την επισκεπτόταν συχνά. Χαιρόταν που την έβλεπε εργατική. Όλοι στο χωριό πρόσεξαν την αλλαγή και την είδαν με άλλο μάτι. Κι έζησε η κοπέλα καλά κι εμείς καλύτερα.

Δήμητρα Μπουμποπούλου

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΒΙΒΛΙΟ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

LINARDI
Koutsoviti