
Το Στενό είναι απλά ένα… στενό. Ένα στενό στη γειτονιά που γεννήθηκα και μεγάλωσα, στο Νέο Κόσμο της Σπάρτης. Ένα από τα πολλά στενά, που διέσχιζαν τους μπαξέδες και τους ελαιώνες ενώνοντας γειτονιέςκαιδρόμους. Τούτο το στενό, το λέγαμε «το στενό του Τσούση» γιατί έβγαζε στην οδό Αναπαύσεως όπου ήταν η θρυλική ταβέρνα του «ΤΣΟΥΣΗ» ή αλλιώτικα «το στενό του Μπότσαρη» από το παρατσούκλι ενός γείτονα που είχε σπίτι στην αρχή του στενού.
Δεν ήταν μεγάλο το Στενό. Καμιά εκατοστή, άντε εκατόν πενήντα, μέτρα σε μάκρος και κανά δυο μέτρα φάρδος. Ένα χωμάτινο σοκάκι, που ξεκίναγε από κει που τέλειωνε η αδιάνοιχτη οδός Παυσανίου και σταμάταγε , όπως είπαμε , στην οδό Αναπαύσεως, απέναντι από το σπίτι του Πατσαλού, μερικές δεκάδες μέτρα πιο πάνω από το Νεκροταφείο του Αγιώργη και την ταβέρνα του Τσούση.
Στην αρχή του Στενού ήταν μια χωμάτινη αλάνα με σκόρπιες ελιές, το σπίτι του «Μπότσαρη», τα γκρεμίδια ενός παλιού λιτριβειού και ένα παμπάλαιο τρακτέρ παρατημένο ανάμεσα στις ελιές που παίζαμε πάνω του.
Μετά, το στενό προχωρούσε ίσια ανάμεσα σε δυο μπαξέδες. Πορτοκαλιές, μουριές, ελιές, ροδιές, αγριοχόρταρα, δρακοντιές, λουλούδια της άνοιξης και άλλα φυτά του «παραδείσου» το περιστοίχιζαν στη διαδρομή του. Κι όπως συμβαίνει σ’ όλα τα παραμύθιαστη μέση του Στενού υπήρχε κι ένα σπιτάκι χαμηλό με κεραμίδια! Στην αυλή του σπιτιού ήταν ένα μαγκανοπήγαδο που κάθε καλοκαίρι η μηχανή του, αγκομαχώντας, τραβούσε νερό από τα σπλάχνα της γης για να ποτίσει τους μπαξέδες που διψούσαν. Ένα αυλάκι σκαμμένο διέσχιζε εγκάρσια το στενό και ύστερα το ακολουθούσε κατά μήκος κουβαλώντας το κρύο και γάργαρο νερό στις πορτοκαλιές. Πίσω από το σπίτι ήταν φυτρωμένη μια θεόρατη λωτιά. που κάθε χρόνο γέμιζε με γλυκόστιφους καρπούς, που περισσότερο τους γεύονταν τα πουλάκια τ’ ουρανού παρά εμείς, που δεν φτάναμε να τους κόψουμε.
Λοιπόν, αυτό το Στενό, για μας τα παιδιά του ’50 και του ’60 είχε γίνει μια λεωφόρος ζωής, ιδιαίτερα τα καλοκαίρια: Στην αλάνα, στην είσοδο του στενού, παίζαμε μπάλα, κλέφτες κι αστυνόμους, καμπόηδες και ινδιάνους, τσουμάκα- τσουλίκα, κουτσονήλιο, πετάγαμε τους χαρταετούς και τις σαΐτες … Μέσα στο στενό κυνηγάγαμε πουλιά με τις σφεντόνες και τα φλόμπερ και τζιτζίκια με τα μακριά καλάμια. Κόβαμε πορτοκάλια από τις πορτοκαλιές και τα τρώγαμε καθισμένοι ανακούρκουδα στα χορτάρια, και μετά ξαπλωμένοι ανάσκελα, με τα χέρια σταυρωμένα προσκέφαλο κοιτάζαμε τον ουρανό μέσα από τα φυλλώματα, κουβεντιάζαμε και ονειρευόμαστε. Όταν γινόντανε οι μούρες, τις τρώγαμε με τις χούφτες βάφονταςτα χείλια μας μαβιά. Πηδάγαμε και το σύρμα του μπαξέ σαν γίνονταν οι λωτοί, μαζεύαμε από κάτω όσους είχαν πέσει απ’ τη λωτιά και τους τρώγαμε επί τόπου , κρατώντας μερικούς ΚΑΙ για τις μανάδες μας που τους άρεσαν πολύ. Είχαν μια γλυκόστιφη γεύση που πάντρευε το «ναι» με το «όχι» μα στο τέλος νικούσε πάντα το «ναι». Στη λωτιά αυτή είχαν βρει το θάνατο από τις σφεντόνες μας και τα φλόμπερ πολλά αθώα πουλάκια που έρχονταν εκεί να τσιμπολογήσουν τους γινωμένους λωτούς και που εμείς, αλύπητα παιδιά, σημαδεύαμε και σκοτώναμε, κάνοντας καρτέρι. Ακόμα όταν περνάω από κείνο το σημείο, νομίζω πως ακούω το παράπονο από τις αθώες ψυχούλες που πήραμε στο λαιμό μας. Όταν ακούγαμε το μαγκανοπήγαδο να δουλεύει τρέχαμε στο πηγάδι και χαιρόμαστε το κρύο νερό που έβγαινε από μια χοντρή σιδερένια σωλήνα, βάζοντας το κεφάλι μας από κάτω. Μετά, ξυπόλητοι όπως είμαστε, πλατσουρίζαμε στοχωματένιο αυλάκι και παίζαμε με τις ώρες ανοίγοντας κανάλια δικά μαςμε αυτοσχέδια εργαλεία, βάζοντας μέσα στο τρεχούμενο νερό χάρτινες βαρκούλες για ταξίδια που σχεδίαζε η πυξίδα του νου μας σε μακρινά και ξωτικά μέρη.
Δεν φεύγαμε από το στενό παρά μόνο όταν οι στεντόρειες φωνές των μανάδων μας, συντονισμένες στην ίδια συχνότητα, μας φώναζαν να μαζευτούμε στο σπίτι απ’ το παιχνίδι. Σαν έπαιρνε να σουρουπώνει μα μαγεία φόβου απλωνόταν στο στενό για μας. Οι ίσκιοι που μάκραιναν, το σκοτάδι που κατάπινε το φως, έκαναν όλα όσα είχαμε αγαπήσει την ημέρα να παίρνουν μιαν όψη απόκοσμη και τρομακτική το βράδυ. Σ’ αυτό, βέβαια, βοηθούσαν και οι ιστορίες για φαντάσματα και στοιχειά που ακούγαμε από τις μανάδες και τις γιαγιάδες στις ρούγες, αλλά και από τα παραμύθια με τους δράκους, τις μάγισσες και τις νεράϊδες που διαβάζαμε ή ακούγαμε τα βράδια του χειμώνα κοντά στο τζάκι. Ο φόβος γινόταν ένα ελκυστικό στοιχείο για το στενό, καθώς η νυχτοπεταλούδα που πετά κοντά στο φως αν και ξέρει πως θα κάψει τα φτερά της. Όταν σκοτίδιαζε για τα καλά, μαζευόμαστε στην είσοδο του στενού και ατενίζαμε με δέος το πηχτό σκοτάδι που περπατούσε μέσα του. Ήταν τότε που μερικοί τολμηροί, για να ξεχωρίσουν απ’ την παρέα λέγανε:
-Εγώ θα περάσω το στενό!
Και τότε έπαιρναν φόρα κι ορμούσαν τρέχοντας μες στο σκοτάδι! Φωνάζαμε εμείς για να τους εμψυχώσουμε, φώναζαν κι αυτοί για να βρουν θάρρος ώσπου να βγουν στην άλλη άκρη στο φως. Μετά, αφού έπαιρναν μιαν ανάσα για να κατακάτσει λίγο το χτυποκάρδι τους, ξαναορμούσαν στο σκοτάδι για να γυρίσουν σε μας. Όταν κίτρινοι και λαχανιασμένοι έφταναν στη συντροφιά που τους καρτερούσε, τους ρωτάγαμε τις είδαν και τι άκουσαν εκεί στο φριχτό, σκοτεινό στενό. Κι εκείνοι μας έλεγαν για κάτι που ήταν πάνω σε μιαμουριά και κουνιόταν, για κάποιον ίσκιο που έτρεχε δίπλα τους μες στις πορτοκαλιές, για μια γριά που κρατώντας ένα κερί τους κοίταζε μέσα από το μικρό παράθυρο του σπιτιού, για ένα νύχι που καρφώθηκε στο φανελάκι τους και πάσχιζε να τους κρατήσει …! Κι εμείς οι «δειλοί» της παρέας, ακούγαμε τις διηγήσεις των ατρόμητων και μας έπεφτε το κατωσάγονο από φόβο και τρόμο αλλά και από θαυμασμό.
-Πέρασε το Στενό νύχτα !!! λέγαμε για κάποιον, κι αυτό έφτανε για να τον κάνει θρύλο και αρχηγό.
Το Στενό το περνάγαμε όμως και για να ψωνίσουμε πράγματα για τις μανάδες μας απ’ το μπακαλικάκι του Τσούση και κρασί για τους πατεράδες μας με μποτίλιες και νταμιτζάνες, αφού ο Τσούσης φημιζόταν για το καλό κρασί που έφερνε από τη Γράμμουσα.
ΚΑΙ μεγάλοι, βέβαια, περνούσαν το Στενό: Μαυροφόρες γυναίκες που πήγαιναν στο Νεκροταφείο του Αγιώργη για ν’ ανάψουν τα καντήλια, νοικοκυρές που ήθελαν να ψωνίσουν απ’ το μπακάλικο και κρασομερακλήδες του Νέου Κόσμου (και ήταν πολλοί) που πήγαιναν νωρίς απ’ το Στενό, όρθιοι και καμαρωτοί, στην ταβέρνα του Τσούση για ναπιούνε και γύριζαν αργά το βράδυ σκυφτοί και παραπατώντας μέσα απ’ το σκοτεινό στενό για να πάνε στα σπίτια τους, σκουντουφλώντας και ανασκελώνοντας πολλές φορές μέσα στο σκοτάδι.
Κύλησαν τα χρόνια, όλα τριγύρω άλλαξαν, χτίστηκαν οι μπαξέδες, άνοιξαν δρόμοι, χάθηκαν τα στενά, έκλεισε η ταβέρνα του Τσούση, άλλαξαν τα παιδιά και τα παιχνίδια τους, άλλαξαν και οι συνήθειες των ανθρώπων, αλλά το θρυλικό «Στενό του Τσούση», το «Στενό του Μπότσαρη», υπάρχει ακόμα. Ίσως κάποιο απ΄ τα στοιχειά που φώλιασαν σ’ αυτόκάποτε, να κατοικεί ακόμα εκεί και να το φυλάει απ’ την «εξέλιξη» και την «πρόοδο». Βέβαια η αλάνα χάθηκε, έγινε δρόμος, το μαγκανοπήγαδο δεν δουλεύει πια, η λωτιά ξεράθηκε, αλλά όλα τ’ άλλα είναι ακόμα εκεί. Κι όσα παιδιά του Νέου Κόσμου ζήσαμε τότε το Στενό, σήμερα, μεγάλοι άνθρωποι πια (πολλοί με άσπρα μαλλιά) όταν κουραζόμαστε από τις περιπλανήσεις μας στον αφιλόξενο κόσμο του Σήμερα, πάμε στο Στενό, βρίσκουμε τις πετρούλες – σημάδια που ρίξαμε κάποτε ως Κοντορεβυθούληδες και το περνάμε πάνω και κάτω και διαβαίνουμε σε μιαν άλλη ζωή, στη ζωή που ζήσαμε και χαρήκαμε σαν παιδιά και παίρνουμε ανάσες για να αντέξουμε στο λαχάνιασμα της σημερινής ζωής. Οι γέρικες πορτοκαλιές, οι ελιές και οι μουριές, που ζουν ακόμα εκεί, μας γνωρίζουν και μας χαιρετούν με τα μικρά μας ονόματα και το σπιτάκι και το πηγάδι μας γνέφουν φιλικά και με αγάπη και το παλιό αυλάκι που ακόμα διακρίνεται στο Στενό μας καλεί να πατήσουμε μέσα του κι ας είναι πια ξερό. Κι όταν, περνώντας, κοιτάζουμε το μικρό παραθυράκι του παλιού σπιτιού, μας φαίνεται πως κι αυτή η γριά του Στενού, που κάποτε ήταν ο φόβος και ο τρόμος μας, κρυφοκοιτάζει και χαμογελά με νόημα και φαίνονται τα αριά της δόντια και η κρεατοελιά στο σαγόνι της!
ΥΓ: Προχθές, συγκινήθηκα όταν είδα τα δυο μου εγγόνια, τον Γιαννάκη και τον Βαγγελάκη, που τους έχω πει ατέλειωτες ιστορίες για το Στενό, να πηγαίνουν εκεί με την παρέα τους, και να λένε στ’ άλλα παιδιά τις παλιές ιστορίες που είχαν ακούσει. Και ακόμα πιο πολύ συγκινήθηκα, που είδα στα μάτια των παιδιών να καίει η ίδια φλόγα, η ίδια έξαψη, που έκαψε κάποτε και στα δικά μας μάτια! Γιατί έτσι είναι: Όποιον θησαυρό Ζωής αποχτήσαμε κι έχουμε στο σεντούκι της ψυχής μας φυλαγμένο, ΠΡΕΠΕΙ να τον μοιραζόμαστε με τις νέες γενιές, για να γίνουν κι αυτές πιο πλούσιες, πιο σοφές και πιο ανθρώπινες, κουβαλώντας μαζί τους την προίκα των παππούδων και των πατεράδων τους.