
Πριν χρόνια και συγκεκριμένα μετά την επιβολή του μονοτονικού ως τρόπου γραφής της Ελληνικής, ύστερα από δύο χιλιετίες και πλέον, με άρθρο μόνο και νόμον άσχετον (στο νόμο για τα βουστάσια όπως έμεινε και προσφυώς λέγεται), την 02:30΄ ώραν της νυκτός, από 17 νυσταλέους βουλευτές, τότε που ο αλήστου μνήμης υπουργός της παιδείας Βερυβάκης – αιωνία του η μνήμη – έλεγε απευθυνόμενος στους μαθητές: «Τώρα ξέρετε, δεν θα μπερδεύετε τη γλώσσα του χωριού σας με τη γλώσσα του σχολειού σας και θα γράφουμε όπως οι προκηρυξιογράφοι και οι μπροσουροποιοί και ότι ο χρόνος, που θα κερδίσουμε μαθαίνοντας για τους τόνους και τα πνεύματα που καταργήσαμε, θα επενδυθεί στη δημιουργική γραφή».
Τότε λέω, πάνω από σαράντα χρόνια πέρασαν και βλέπουμε τα καζάντια μας -τα Ελληνόπουλα πάτος στην κατανόηση κειμένου- σε ένα ανώτερο σχολείο μετεκπαιδεύσεως ένας καθηγητής φιλόλογος είχε αναλάβει να μας διδάξει το μονοτονικό και τη δημοτική γλώσσα. Είχε προηγηθεί η άλλη «μεγάλη μεταρρύθμιση» του άλλου σπουδαίου υπουργού παιδείας Γεωργίου Ράλλη, που νόμιζε τις κηδείες πανηγύρια και θριαμβολογούσε λέγοντας «απόψε πανηγυρίζουμε γιατί κηδεύουμε την καθαρεύουσα».
Τότε, λοιπόν, ο καθηγητής, που είχε ως σύνθημα (σλόγκαν το λένε σήμερα) ότι πρέπει να μιλάμε και να γράφουμε όπως οι απλοί άνθρωποι για να καταλαβαίνουν όλοι, μεταξύ των άλλων, δίδασκε και προσπαθούσε να επιβάλει ακραία έως βλακώδη. Όπως ότι δεν θα λέμε συντίθεται (αυτό συντίθεται από τούτο και εκείνο, δηλαδή σύγκειται, αποτελείται, το νερό π.χ από δύο υδρογόνα και ένα οξυγόνο ή το έργο συντίθεται από πολλά μέρη), αλλά θα λέμε συνθέτεται. Ή δεν θα χρησιμοποιούμε τον τύπο αέρας, γιατί το α ε κάνει χασμωδία, αλλά τον ποιητικό τύπο αγέρας και άλλα πολλά.
Δεν άντεξα και τον ερώτησα. (Πρώτη φορά παίρνω ηθική άδεια και αναφέρω τον εαυτό μου).
- Καλά όλ’ αυτά, κύριε καθηγητά, αλλά αν στη λέξη κρατήσουμε το ρήμα τίθημι στη μέση φωνή και αλλάξουμε απλώς την πρόθεση και αντί για συν βάλουμε άλλη π.χ την επί, πώς θα λέμε; Η ΑΕΚ επιθέτεται κατά του Ολυμπιακού ή επιτίθεται; Και το επιθέτεται δεν σημαίνει θέτω κάτι πάνω σε κάτι άλλο; Και το ίδιο συμβαίνει με τις άλλες προθέσεις. Τί δηλαδή θα λέμε; Εκθέτεται αντί εκτίθεται, προσθέτεται αντί προστίθεται, προθέτεται αντί προτίθεται, αναθέτεται αντί ανατίθεται, καταθέτεται αντί κατατίθεται, διαθέτεται ή διατίθεται, μεταθέτεται ή μετατίθεται, αντιθέτεται ή αντιτίθεται, παραθέτεται ή παρατίθεται, υποθετεται ή υποτίθεται, περιθέτεται ή περιτίθεται; («Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται», ακούμε τη Μ. Εβδομάδα).
Και τον αέρα, αν τον πούμε αγέρα, στις σύνθετες λέξεις θα λέμε αγεροπόρος, αγεροπλάνο, αγερόστατο; Και πότε μίλησαν έτσι οι απλοί άνθρωποι; Και αν τα ακούσουν, δεν θα γελάνε με μας; Ύστερα οι πατεράδες μας στην Αλβανία, όταν παίρνανε τους Ιταλούς φαλάγγι, τί φώναζαν; Αγέρα ή αέρα;
Το περιστατικό είχε ως συνέπεια ο κ. καθηγητής ’γγιγμένος, να καταγγείλει την αποκοτιά μου στη Διεύθυνση Σπουδών της Σχολής, ευτυχώς χωρίς συνέπειες, αφού υποσχέθηκα πως δεν θα ξαναμιλήσω, τήρησα την υπόσχεση και ο καθηγητής δίδασκε πια ανενόχλητος ό,τι ήθελε. Όπως να ξεχάσουμε την τρίτη κλίση – δεν υπάρχει στη δημοτική έλεγε – τη δοτική, το τελικό ν, τα τριγενή και δικατάληκτα επίθετα. Και ο, η διεθνής, το διεθνές είναι πλέον ο διεθνής, η διεθνή, το διεθνή και κλίνονται όχι ο διεθνής, του διεθνούς αλλά ο διεθνής, του διεθνή, τον διεθνή. Το δε θηλυκό στη δημοτική δεν είναι η διεθνής (συνθήκη), αλλά η διεθνή και το ουδέτερο το διεθνή (και η γλώσσα στατική).
Από τότε κύλησε πολλή γλωσσική κουλτούρα, παραζάλη θάλεγα, ώστε ακούμε μετεωρολόγους με πήχες τα πτυχία να λένε «δεν έριξε επαρκή χιόνι», ή βουλευτές διεθνολόγους να λένε «τριετή χρονικό όριο» και το προσεχές έτος ή μέλλον έγινε «το προσεχή έτος» και το ευγενές μέταλλο «ευγενή μέταλλο» κτλ.
Ακόμα τα επιρρήματα σε -ως (καλώς, κακώς, βεβιασμένως, επιμόνως, ενδεχομένως κλπ) δεν θα λήγουν σε -ως αλλά σε -α (καλά, κακά, βεβιασμένα, επίμονα, ενδεχόμενα). Και ο κανόνας: Μετατρέπουμε το ωμέγα σε άλφα και τελειώσαμε. Και αυτά διδάσκονται επισήμως πια στα σχολειά. Κυριάρχησε παντού η αρχή της ήσσονος προσπαθείας, να μην κουραστούν δηλαδή τα παιδιά. (Αλήθεια, ποιός είπε ότι στο παιδί δεν πρέπει να δώσουμε το δικαίωμα να εθιστεί και στα δύσκολα που πλάθουν γενναία και την ψυχή;) Και το αμέσως έγινε άμεσα και έτσι το ακούμε και το βλέπουμε γραμμένο παντού λάθος. Όπως: έφυγε άμεσα, παρενέβη άμεσα, έτρεξα άμεσα, ενημέρωσα άμεσα το κέντρο για την αποστολή ασθενοφόρου. Έφθασαν άμεσα. Θα πρέπει να τοποθετηθεί άμεσα μεγάλη ευκρινή πινακίδα. Έσπευσαν άμεσα για παροχή βοήθειας δύο οχήματα της πυροσβεστικής. Να ληφθούν μέτρα άμεσα για να μη θρηνήσουμε θύματα. Ο Δήμος θα αντιμετωπίσει το θέμα άμεσα. Και στον δημοτικό σύμβουλο που εμφανίστηκε την περίοδο του κορονοϊού με τα εσώρουχα σε τηλεδιάσκεψη, άλλος σύμβουλος του επεσήμανε ότι «πρέπει να ντυθεί άμεσα». Όμως το αντίθετο του άμεσα, που είναι απ’ ευθείας, είναι το έμμεσα δηλ. πλαγίως.
Και καλά το αμέσως το κάναμε άμεσα. Νομίσαμε ότι μετατρέποντας το ωμέγα σε άλφα καθιερώσαμε κανόνα και ξοφλήσαμε. Όμως η γλώσσα φωνάζει πως στραβά αρμενίζουμε. Γιατί το επιμόνως το λέμε επίμονα, το δεόντως όμως πώς θα το πούμε; Τον περιποιήθηκε δέοντα; Ή στα πρεπόντως, ευφυώς, παντελώς, αληθώς (ανέστη), ασφαλώς, επιτυχώς, ευτυχώς, ευχερώς, επαρκώς, δυστυχώς, προφανώς, συνεπώς και πλήθος άλλα πώς; Αν επιχειρήσετε να εφαρμόσετε τον κανόνα θα βγούνε τέρατα, όπως: πρέποντα, ευφυά, παντελά, αληθά (κι όπως πάμε θα ακούσουμε όχι αληθώς ανέστη, άλλα αληθά), επιτυχά, ευχερά, επαρκά, δυστυχά, συνεπά. Και τα πρέποντα είναι εκείνα που πρέπει, ενώ το πρεπόντως είναι με τον πρέποντα τρόπο. Και το προσεχές έτος, που είπαμε παραπάνω και το κάναμε προσεχή έτος, το επίρρημα προσεχώς θα το λέμε προσεχά;
Γελάτε, το βλέπω, γιατί δεν τα ανέχεστε. Το άμεσα όμως παντού αντί για αμέσως, γιατί το δεχόμαστε; Και τώρα έγινε και ακούμε «πιο άμεσα», όπως «υποκατώτατος μισθός». Και το μυαλό του ανθρώπου όταν πάρει στραβό δρόμο δεν γυρίζει εύκολα πίσω. Και το προηγουμένως το κάναμε προηγούμενα και συχνά ακούμε: είπα προηγούμενα. Μα τα προηγούμενα είναι αυτά που προηγήθηκαν ενώ το προηγουμένως σε προγενέστερο χρόνο.
Θέλησα να ψάξω το θέμα με τα επιρρήματα έτι περαιτέρω. Θυμήθηκα και τη φράση «οὔτως ἢ ἄλλως», που αυτή μεν τη λέμε στη δημοτική έτσι ή αλλιώς. Αλλιώς όμως, διότι αν εφαρμόσουμε τον κανόνα των μοντέρνων, το αλλιώς πρέπει να το πούμε αλλιά. Αλλιώς είναι ανακόλουθοι και παραβαίνουν τον κανόνα τους. Ή λέμε «εντελώς αθόρυβα». Και το αθορύβως καλά ακούγεται ως αθόρυβα, καίτοι τα αθόρυβα είναι αυτά που δεν παράγουν θόρυβο. Τί γίνεται όμως με το εντελώς; Γιατί δεν το λένε εντελά ή το ακριβώς ακριβά, το προφανώς προφανά, το ακολούθως ακόλουθα; Και τα πως, ίσως, έως, όντως, όμως, πάντως κλπ, πώς θα τα λέμε; Και στη φράση «ίσως βρέξει» θα λέμε «ίσα βρέξει»; «Θοῦ Κύριε…»
Θέλω να πω, πως αν αγνοήσουμε την αισθητική της γλώσσας γεννώνται εξαμβλώματα. Η κακογουστιά με την ανουσιότητα. Και φυσικά δεν γινόμαστε κατανοητοί από τους απλούς ανθρώπους. («Έσπευσαν άμεσα και ασμένως να προσφέρουν αίμα», εγράφη σ’ αυτήν εδώ την εφημερίδα την 30.11.23). Γιατί δεν γράφει έσπευσαν αμέσως με χαρά; Το άμεσα και ασμένως είναι πιο κατανοητά και στέκουν αισθητικά;
Και για να επανέλθουμε στο αμέσως που το κάναμε άμεσα, να ακούσω μια μάννα να φωνάζει «έλα, Γιαννάκη, άμεσα» ή «έλα εδώ τώρα άμεσα» και να κόψω τις φλέβες μου. Ή το «εισήχθη επειγόντως στο νοσοκομείο» να το ακούσω «μπήκε επείγοντα…» Όπως λέμε πια «μπήκε Αθήνα», «σπούδασε Καβάλα» ή «πάω Τρίπολη» και η γλώσσα μας πάει Διάβολο, όπως έλεγε ο αείμνηστος Μενέλαος Παλλάντιος.
Τα λέω αυτά, γιατί ποιος δεν βλέπει – κι αν δεν το βλέπει εθελοτυφλεί – ότι η γλώσσα εμφανίζει εικόνα οικτρή. Δεν ακούμε πια ελληνικά αλλά ένα ιδίωμα ανάμεικτο με αγγλικά, που δεν εξηγούνται, και δεν έχει σχέση με την Ελληνική. Η Δασκάλα πρώτη με τους αμέτρητους μαθητές δηλαδή η αυτής μεγαλειότητα η αθυρόστομη τηλεόραση όπως την αποκαλώ (αθυρόστομη = κοινό στόμα χωρίς θύρα και θυρόφυλλα), από ξενόκλητους διαύλους κρατικούς και ιδιωτικούς (ΣΚΑΙ, ΑΝΤ1, STAR, MEGA, OPEN, One… και εκπομπές που απουσιάζουν εντελώς οι ελληνικοί τίτλοι και από κρατικούς διαύλους όπως ERT NEWS, ERT PRIME, ERT ECHO, SHOW, VIPS κλπ, κλπ), από όρθρου βαθέως έως βαθείας νυκτός σε ό,τι ρυθμούς και αν κινείται (πανδημίας, οικονομίας, αθλητισμού, αγοράς, μόδας, κουτσομπολευτηρίων, παιχνιδιών δήθεν γνώσεων) δεν κάνει άλλο από το να τα σερβίρει σε γλωσσικό ιδίωμα ανάμεικτο ελληνικής με αγγλικά κατευθύνοντας τη συμπεριφορά σύμπαντος του πληθυσμού «διευρύνοντας τους ορίζοντες σκέψης του λαού» και «διαμορφώνοντας τα χρηστά ήθη».
Το ίδιο και ο τύπος. Και αυτός δίδει… ρέστα. Λες και οι λέξεις της ελληνικής με τη λυγεράδα τους χάθηκαν μονομιάς. Δεν προλαβαίνουν τα κοριτσάκια να πάρουν λόουερ και νομίζουν πως ετέλεσαν άθλον μέγαν, γεμίζοντας τα κείμενά τους αγγλικούρες χωρίς εξήγηση. Και διαβάζουμε: «Ο θάνατος λειτουργεί σαν reminder». Ή «σε άλλα νέα, κηδείες και μνημόσυνα ο θάνατος ήταν event». Ή «η λέξη και το concept είχε τρυπήσει τη φούσκα της ζωής». Αφήστε πια τα «ήταν ΟΚ», «κάνουν το θέμα μπανάλ», «φαίνεται σαν κάτι εξτρίμ», «χιλιοφαγωμένο από κόντεντ», «γκέυ», «πριβέ συνοδεία», «στέιτ» κλπ, κλπ. Και άντε να βγάλεις άκρη. Σε μονόστηλο μισής σελίδας σοβαρής υποτίθεται ελληνικής εφημερίδας μέτρησα 42 αγγλικές λέξεις άθλιες. Χώρια τα ψωμοτύρια πρότζεκτ, πλατφόρμα, ζουμάρω, σουρεάλ 2023, σοκαρίστηκα, γκουγκλαρίστηκε, ομοφοβία και λέξεις καμπανάτες «που λένε», όχι αστεία. (Αλήθεια γιατί οι ευλογημένοι δεν γράφουν αντί ζουμάρω, εστιάζω, επικεντρώνω, αντί σοκαρίστηκα, συγκλονίστηκα, ταράχτηκα, συνταράχτηκα, ταρακουνήθηκα, αναστατώθηκα, έμεινα κατάπληκτος, ξαφνιάστηκα, έμεινα άφωνος, εμβρόντητος, κεραυνοβολήθηκα, μαρμάρωσα, σκανδαλίστηκα και άλλα κατά περίπτωση που να κυριολεκτεί κιόλας, που λέει σοκαρίστηκα; Ή τί σημαίνει ομοφοβία;)
Κλείνω λέγοντας ότι σκοπός του σημερινού είναι η ενημέρωση για τη ζοφερή εικόνα της Γλώσσας μας (και της Ιστορίας), όπου και στα επίσημα βιβλία με τα οποία μορφώνονται τα ελληνόπουλα αφανίζεται. Και για τον κατήφορο πρέπει όχι απλώς να ανησυχούμε αλλά να αντιδράσουμε.
Συχνά πυκνά ακούμε από πρωθυπουργικά χείλη για μεγάλες μεταρρυθμίσεις, που όχι μεγάλες αλλά ούτε καν μεταρρυθμίσεις είναι. Εδώ που έφθασε το πράγμα μιας μεταρρυθμίσεως έχομε πρωτίστως χρεία, της γλώσσας μας τη σωτηρία. Θα είναι όντως η μεγαλύτερη όλων. Προς τούτο ο πρωθυπουργός πρέπει να κηρύξει σταυροφορία και να τεθεί σημαιοφόρος. Τη σωτηρία της γλώσσας να την πάρει πάνω του για να σταματήσει ο κατήφορος. Διότι, αν κλωτσάς τη γλώσσα, όπως κάνουμε σήμερα, είναι σα να κλωτσάμε την ίδια την Ελλάδα. Και να είναι βέβαιος πως οι Έλληνες θα του το αναγνωρίσουν.
Υστερολόγιο: Ήδη το μονοτονικό έγινε ατονικό, το αλφάβητο λατινικό, ένα ο το όμικρον, ένα ι το γιώτα και τα νέα παιδιά γράφουν γκρίκλικα.