Ανεξάντλητα κείμενα

Δευτέρα, 13 Μάιος 2024 11:54 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Ανεξάντλητα κείμενα

Έχω ένα ασφαλές, νομίζω, κριτήριο για να διαπιστώνω κάθε φορά αν ένα βιβλίο, πεζό ή ποιητικό, λόγος γενικά προφορικός ή γραπτός είναι καλός. Και είναι τούτο: Αν το βιβλίο κινεί το νου και την ψυχή του αναγνώστη για νέες σκέψεις, καινούρια συναισθήματα, όπως κάνουν η λύρα, το τραγούδι, το μαντολίνο, το βιολί. Και αν επανέρχεσαι σ’ αυτό ξανά και ξανά ή σε επισκέπτεται απρόσκλητο εκείνο, με μια λέξη, το κείμενο είναι αυτό που ονομάζω ανεξάντλητο.

Και δεν μ’ ενδιαφέρει ο συγγραφέας, ο λογοτέχνης. Από τη στιγμή που υπάρχει το έργο ο συγγραφέας έχει αποσυρθεί. Έχει μεταβολιστεί σε έργο, αφού πέρασε μέσα από σκληρές δοκιμασίες. Και τον συγγραφέα ως δημιουργό δεν τον χρειάζομαι πια. Ή τον θέλω τόσο μόνο όσο είναι απαραίτητος για να καλέσω το έργο. Κατά τα άλλα δεν με ενδιαφέρει. Αν είναι διάσημος ή άσημος, γνωστός ή άγνωστος (αφήστε που πολλοί από τους λεγόμενους άσημους έχουν πραγματικά διαμάντια), νέος ή πρεσβύτης, καθιερωμένος ή μη. Αν ήταν παντρεμένος, είχε παιδιά και τόσα άλλα. Τον Σιμωνίδη, για παράδειγμα, ή τον Όμηρο δεν τους είδα ποτέ, δεν τους γνώρισα και δεν ξέρω κάτι γι’ αυτούς. Έχω όμως το έργο τους και τούτο αρκεί. Τέλος, δεν με ενδιαφέρει η έκταση του κειμένου. Και ένα μόνο επίγραμμα πχ του Σολωμού, δυο στίχοι όλοι κι όλοι, ένα δημοτικό δίστιχο που είναι τραγωδία πυκνωμένη, όπως:
Εκεί οπού ’χει αντίλαλο θ’ αναστενάξω πάλι
να γελαστώ και να θαρρώ πως κλαίν’ μαζί μου κι άλλοι

Με απογειώνει. Πολλές φορές και μια μόνο λέξη. Δείτε, για παράδειγμα, πώς ο ποιητής Σιμωνίδης αποκαλεί την άμπελον. Τη λέει πανθέλκτειρα. Και παν και έλκω ή ελκύω και ελίσσω και θέλγω. Δηλαδή η έχουσα μύρια θέλγητρα, ή πάντας καθέλγουσα. Και το μυαλό παίρνει μπροστά. Πού θα πας, απομένει σε σένα. Τον δε οίνον ο Σιμωνίδης τον λέει μεθυτρόφον (τρέφει την μέθη). Κι αν πεις για τον Όμηρο με μεμονωμένες λέξεις του τρελαίνεσαι. Ή πόσες δεν έχει ο Κορνάρος, όπως καλοπίχερος (ο έχων καλό χερικό, ο γούρικος, ο τυχερός), ωριόπλουμη, μορφοκαμωμένο, αναδακρυώνω, ομορφοστολισμένο, περιποταμιά κλπ κλπ. Ή εκκλησιαστικοί ύμνοι. Και στην πανδημία, μέσα στις βάρβαρες αγγλικούρες που καθημερινά μας σέρβιραν, είδα μια υπέροχη ελληνική λέξη. Απτοπενία. Που σημαίνει: ούτε να χαιρετιόμαστε, ούτε ν’ αγκαλιαζόμαστε, ούτε να φιλιόμαστε. Δηλ. μακριά κι αλάργα ο ένας απ’ τον άλλον (άπτω + πενία).

Αυτά ως εισαγωγή. Σε μια εφημεριδούλα είδα ένα μικρό κείμενο, όπου ο δημιουργός του έγραφε για τη μάννα του, που πέθανε ξαφνικά και σχετικά νέα, και έγραφε διάφορα. Συνηθισμένα πράγματα, ειπωμένα όμως «με γνώση και με τρόπο ώστε να κλαίσι να γελούν τα μάτια των ανθρώπων», καθώς λέει ο ποιητής του Ερωτοκρίτου.

Ένα όμως απ’ αυτά με συγκλόνισε. Έγραφε πως η μάννα λίγες μέρες πριν φύγει για την αιώνια γαλήνη, τηλεφώνησε στο γιο της που διαμένει μόνιμα στο εξωτερικό, όπως έκανε τακτικά, και κατά την επικοινωνία τους εκείνη, μεταξύ των άλλων, του είπε: «Μάντεψε με ποιόν είμαι στο σαλόνι και τα λέμε». «Με ποιόν;» ρώτησε ο γιός. Και η μάννα: «Με τον πατέρα σου». (Είχε πεθάνει πριν πέντε χρόνια). Για να απαντήσει το παιδί: «Ά, καλάαα. Τά ’χασες φαίνεται νωρίς μάννα. Ελπίζω να εννοείς τη φωτογραφία του». Και η μάννα: «Όχι παιδί μου, μην ανησυχείς. Τά ’χω τετρακόσια και εννοώ τα οστά του. Έγινε η τελική εκταφή και τώρα τά ’χω εδώ στο σαλόνι. Αύριο θα τα πάω στο χωριό να τα εναποθέσω στο οστεοφυλάκιο του χωριού νά ’ναι δίπλα στους φίλους του και στο σόι του, να ησυχάσει η ψυχή του, να ησυχάσω κι εγώ».

Και πού δεν την πήγαν τη σκέψη, την ψυχή αυτά τα λόγια! Σε χίλια και δυο χιλιάδες. Και σκέφτηκα εκείνη τη γυναίκα, τη σύζυγο, τη μάννα, τη χήρα, τη γιαγιά που σκέφτηκε πριν πάει τα οστά στο οστεοφυλάκιο να μην τα αφήσει στην εκκλησιά ας πούμε, αλλά να «φιλοξενήσει» για τελευταία φορά στον κόσμο τον απάνω, τον άντρα της, που τον ανέσυρε από τον Κάτω. Που έζησε μαζί του χρόνια, έκαναν παιδιά και ’γγόνια και… και… και… Και σκέφτηκα: Το βράδυ εκείνο με τα οστά του άντρα της στο σαλόνι της οι δυο τους, στο στήθος της απάνω τί χτύπους να κανάκευε;

{Μακάβριο, είπε κάποιος σαν άκουσε τα κόκκαλα να περνούν από το σπίτι πριν πάνε στο οστεοφυλάκιο. Εγώ όμως το βρήκα ανώτερο, βαθιά φιλοσοφημένο και ευγενές για μας τους «περιλυπόμενους». Και θυμήθηκα τον αείμνηστο φίλο μου Σπύρο Παπαδόγιαννη, που κι αυτού τα βιβλία κινούν τη σκέψη, και γράφει: Απ’ τους πεθαμένους δεν κινδυνεύει κανείς. Τους ζωντανούς να φοβόμαστε. Τ’ ακούτε;}

Οι λέξεις να περιγράψουν μόνο μπορούν. Να μιμηθούν, να τεχνουργήσουν. Κι αυτά στα χέρια των μεγάλων τεχνιτών του λόγου, γιατί τη φωτιά του απόλυτου δεν μπορούν να τη φτάσουν. «Η πένα, το μελάνι, η γλώσσα, η χέρα, το χαρτί να σας το πει δε φτάνει», λέει ο Κορνάρος.

Έτσι είδα την πράξη εκείνης της γυναίκας. Πίστη αμετακίνητη από τότε που γνώρισε τον άντρα της. Άλλο μυστήριο η γνωριμία μας με τους άλλους ανθρώπους. Πώς έτυχε και βρέθηκαν μπροστά μας και δόνησαν την ψυχή μας; Μετά ο γάμος της και η ευχή των παλαιοτέρων στους νεονύμφους, κι αυτή μια λέξη. Μονοστέφανοι. Και μετά τα παιδιά τους, η ζωή τους, τα ’γγόνια τους κι ο Χάρος ο πικρός. Και σαν τον κήδεψε τον άντρα της με θρησκευτική κηδεία – η πολιτική ήταν αδιανόητη – ο νους της πότε θα τον πάει κοντά στους φίλους του. Πραγματικά «πρωτομάγισσα», καθώς θά ’λεγε με μία λέξη ο Παλαμάς τη μάννα.


Είπα θρησκευτική κηδεία κατ’ αντιδιαστολήν με την πολιτική και ο νους, δίχως να καταλάβω πως, έφερε ζωντανή μπροστά μου την εικόνα της Λάρας, της ηρωίδας του Μπόρις Πάστερνακ στον δόκτορα Ζιβάγκο. Εκεί που ο γιατρός Ζιβάγκο έχει πεθάνει, όταν ο Στάλιν ήταν στην παντοδυναμία του και το κάψιμο των νεκρών υποχρεωτικό, κι έχουν το φέρετρο με τον νεκρό σ’ ένα αδειανό και κρύο δωμάτιο. Απομένει η καύση σε κάποιο κρεματόριο της Μόσχας. Θα γίνει δηλαδή μια αδιάφορη και παγερή διαδικασία γραφειοκρατική.

Τυχαία ανεβαίνει και τον βλέπει ο μεγάλος έρωτάς του η Λάρα. Και γράφει ο Πάστερνακ: «Η Λάρα έκανε το σταυρό της. Πλησίασε το τραπέζι και το φέρετρο… Σταύρωσε με αργές κινήσεις τρεις φορές τον νεκρό. Σκέφτηκε: Τί κρίμα που δεν τον κηδεύουν. Η νεκρώσιμη ακολουθία είναι τόσο μεγαλοπρεπής και σεμνή και επίσημη. Οι περισσότεροι νεκροί είναι ανάξιοι για μια τέτοια ακολουθία. Του Γιούρι όμως του άξιζε τόσο πολύ το ἐπὶ τοῦ τάφου σου ὕμνον ποιοῦμεν ἐν κλαυθμῷ. Θα τον δικαίωνε».

Εδώ μου φαίνεται είναι η ομορφιά της ζωής. Πόσα δεν γεννάει ο απλός λόγος! Ήθελα να ήξερα ρωσικά να πιάσω το μεγαλείο του που ξεσηκώνει και περιέχει μεγάλες αλήθειες. Αληθινά συναισθήματα που μας κρατούν στη ζωή, μας παρηγορούν. Οι δυνατές κουβέντες απ’ τον έναν και τον άλλον όσο άσημος νά ’ναι, οι δυνατές πράξεις ποιήματα. Και να τις παίρνουμε τις δυνατές κουβέντες και να τις βάζουμε εκεί που πρέπει. Και αν νιώθουμε ότι τοποθετούμενες εκεί μας μαλακώνουν, είναι χρήσιμες και ωφέλιμες, αυτή για μένα είναι μεγάλη κουβέντα, μεγάλος λόγος.

Και τα λόγια του Πάστερνακ θυμίζουν Σοφοκλή. Έκλαιγε η Αντιγόνη σαν πικραμένο πουλί, όταν βλέπει τη φωλιά του αδειανή απ’ τα μικρά του. (Οι αρχαίοι είχαν αγάπη και τιμή προς το σώμα). Και πήρε με τις χούφτες της χώμα ξερό και τό ’ριξε στον νεκρό. Και σήκωσε ψηλά ένα πολύ όμορφο κανάτι και έρανε τρεις φορές το πτώμα. «Καὶ χερσὶν δίψιαν φέρει κόνιν ἐκ τ’ εὐκροτήτου χαλκέας ἄρδην χοαῖσι».
Και στην κηδεία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ πήγε το μυαλό. Κατά την οποία διαβάστηκε η νεκρώσιμη ακολουθία σε όλα τα γνωστά δόγματα. Το Ορθόδοξο όμως ήταν που συγκρινόμενο κατά γενικήν ομολογίαν με το κοσμοπολίτικο δυτικό καθολικό, το προτεστάντικο και τα άλλα, ήταν απείρως υψηλότερο και το μόνο που ζέσταινε τις ψυχές.

Η ταφή των νεκρών. Τραγούδι για τον μεγάλον ύπνο. Και κανείς δεν πρέπει να πάει άκλαυτος. Δείτε την Ανδρομάχη πώς κλαίει τον Έκτορα. Και η Αντιγόνη «ἀδάκρυτον δ’ οὐδεὶς φίλων στενάζει» (Αντιγόνη 881-2). Και το κορυφαίο: Ο επιτάφιος θρήνος ήταν πάντα τιμή για τους νεκρούς και ανακούφιση για τους ζωντανούς. Και αυτά απ’ τον Όμηρο ως σήμερα. Και η πιο τρανή συγκίνηση ο επιτάφιος θρήνος για τον Θεάνθρωπον. Στοιχεία ανώτερου πολιτισμού ανωτέρων ανθρώπων, τα οποία, αν καίμε τους νεκρούς, θα λείψουν. Θα κατεβάσουμε τον πολιτισμό.

Κι έκλεινε το κειμενάκι εκείνο γράφοντας ο γιος πως η μάννα του, που πέθανε ξαφνικά μετά το περιστατικό με τα οστά του άντρα της στο σαλόνι του σπιτιού, ότι δεν ήθελε κοσμήματα, στολίδια, φορέματα, μόνο παιδιά και εγγόνια να τα ποτίζει σαν τις γλάστρες, να τα αγαπάει, να τα συμβουλεύει, να τα ενθαρρύνει, να τα στηρίζει.., να τους εμπνέει σιγουριά για τη ζωή, να τους μαθαίνει τη συχώρεση, να λέει «κάθε εμπόδιο για καλό». Κοσμήματά της ήταν τα παιδιά της. Αυτά φορούσε και καμάρωνε στη χαρά τους, στον ερχομό τους, στην επιτυχία τους. Έλεγε, συμπληρώνω εγώ, «τα παιδιά μου, η δόξα μου».

Αυτό ήταν το κείμενο που μίλησε στην ψυχή, έφερε τόσα στο μυαλό κι ακόμα φέρνει κύματα κύματα δίχως να κοπάζουν. Και είναι το κριτήριό μου, αν το κείμενο, ο λόγος γενικώς είναι καλός.

Τώρα θαρρώ καταλάβατε γιατί στην αρχή έθεσα ως κριτήριο καλού κειμένου το ανεξάντλητο. Κείνο που όσες φορές να το διαβάσουμε ή να το ακούσουμε μιλάει στην ψυχή. Που κάνει να περιπλανιέσαι μέσα στο χάος της ζωής των ζωντανών πλασμάτων. Που, καίτοι τίποτα δεν συνδέει εσένα με τον άλλον, ακόμα και με το άλλο πλάσμα που είναι φτιαγμένο γι’ άλλα πράγματα, που δεν έχουμε τίποτα κοινό και όμως η παρέα μαζί του καλύπτει και δικές σου ανάγκες. Βρίσκεις να υπάρχει μεταξύ σας κάτι κοινό.

Τελικά η μαγεία της ζωής είναι γι’ αυτά όλα τα έξω απ’ τη φύση. Που δημιούργησε ο νους του ανθρώπου πάνω και πέρα απ’ αυτήν, όπως είναι τα οστά του συζύγου που η γυναίκα εκείνη τα έκανε παρέα στο σαλόνι της. Η πράξη της - πού το σκέφτηκε; - είναι ήθος ζωντανό, απροσποίητο, ανυπόκριτο, γνήσιο. Που βγαίνει απ’ τα βάθη της καρδιάς της χωρίς να τη βλέπει κανείς, χωρίς να την ακούει κανείς, χωρίς να της το ειπεί κανείς. Πραγματικά ένα ποίημα. Έτσι το είδα. Και πολλά απ’ αυτά με τη συνεχή επαφή τυπώνονται μέσα μας όχι σαν που μαθαίνουμε κάτι μηχανικά, αλλά κυριολεκτικά ριζώνουν, γιατί συγκίνησαν τόσο πολύ. Κρατήθηκαν και έμειναν οδηγοί ζωής.

Υστερολόγιο. Στους αρχαίους το να μην ταφεί κανείς εθεωρείτο κατάρα και σκληρή τιμωρία. Και υπήρχαν νόμοι «οἷς ἐχρῶντο περὶ τὰς ταφάς». Και γενικά οι αρχαίοι έθαβαν τους νεκρούς ανεγείροντες μνημεία και τοποθετούντες αναθηματικές πλάκες με ανάγλυφες παραστάσεις. Πόσα έχουν να μας πουν οι αρχαίοι τάφοι που ανακαλύπτονται. Κι ο τάφος της Βεργίνας, μεταξύ των άλλων, εκείνος που απέδειξε την ελληνικότητα της Μακεδονίας.

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

Koutsoviti

Η δική σας είδηση