
Οι αυγοκουλουλούρες και οι «κοκκώνες»
Οι «αυγοκουλούρες» και οι «κοκκώνες» ζυμώνονταν τη Μ. Πέμπτη με πολλή φροντίδα από τη νοικοκυρά του σπιτιού. Οι «αυγοκουλούρες» ήταν μεγάλες και στολίζονταν με έναν Σταυρό από ζυμάρι, στη μέση του οποίου έβαζαν ένα κόκκινο αυγό. Πασχαλινές αυγοκουλούρες ζύμωνε η νοικοκυρά όχι μόνο για την οικογένειά της (σύζυγο, πεθερά κλπ) αλλά και για τις κουμπάρες, τις νουνές, δηλαδή, εκείνες είχαν βαφτίσει τα παιδιά του σπιτιού, κι επίσης για όλες τις ξαδερφάδες, τις ανιψιές κλπ.
Οι «κοκκώνες» ήταν μικρές αυγοκουλούρες, τις οποίες η νοικοκυρά ζύμωνε για τα μικρά παιδιά της οικογένειας, τα εγγόνια, τα δισέγγονα αλλά και για τους βαφτιστικούς και για τα φτωχά παιδιά της γειτονιάς που, διαφορετικά, θα έμεναν χωρίς να νιώσουν τη μεγάλη χαρά του Πάσχα. Ήταν, δε, τόση η ανυπομονησία των παιδιών να παραλάβουν την «κοκκώνα» τους, ώστε τη Μ. Πέμπτη, από το πρωί, μαζεύονταν στην αυλή του σπιτιού, καρτερώντας να ξεφουρνίσει η νοικοκυρά τις «κοκκώνες» και να τις μοιράσει, από μία στο κάθε παιδί:
(…) Κατ᾽ ἔτος τὴν Μ. Πέμπτην, μεγίστη κίνησις ἐγίνετο ἐν τῇ εὐρυχώρῳ αὐλῇ τῆς οἰκίας. Ἡ θεια-Σοφούλα ἀνεσφουγγώνετο μέχρις ἀγκώνων, καὶ ἐζύμωνε μόνη της τὰς τριάκοντα ἐννέα αὐγοκουλούρας διὰ τοὺς τοσούτους βαπτιστικούς της… Ἀλλὰ πλὴν τῶν βαπτιστικῶν ὑπῆρχον καὶ τὰ ἐγγόνια καὶ τὰ δισέγγονα, καὶ ταῦτα δὲν ἦσαν ὀλιγάριθμα.
Ἐν συνόλῳ ἐχρειάζετο ἑβδομήκοντα καὶ πλέον κοκκῶνες, δηλ. παιδικὰς κουλούρας, διὰ τοὺς βαπτιστικούς, διὰ τοὺς ἐγγόνους καὶ τὰ δισέγγονα. Εἰς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον δὲν συμπεριλαμβάνονται αἱ μεγαλύτεραι κουλοῦραι, τὰς ὁποίας παρεσκεύαζε διὰ τὰς συντεκνίσσας, διὰ τὰς ἀνεψιὰς καὶ δισεξαδέλφας της.
(…)Τὴν Μεγάλην Πέμπτην τοῦ ἔτους 185… ὅλοι οἱ ἀναδεκτοὶ ἦσαν συνηγμένοι ἐν τῇ αὐλῇ τῆς γραίας Σοφούλας. Ὁ πρεσβύτερος αὐτῶν ἦτο ἤδη νεανίας εἰκοσαετής, τὸ δὲ νεώτερον ἦτο κοράσιον διετές, εἰς ὃ ἡ νοννὰ εἶχε δώσει τὸ ὄνομά της. Τὸ βρέφος τοῦτο ἦτο τὸ τεσσαρακοστὸν πνευματικὸν γέννημα τῆς θεια-Σοφούλας.
(…)Τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἡ θεια-Σοφούλα ἦτο κλειστὴ εἰς τὸ ἰσόγειον καὶ ἐζύμωνεν. Ἐκ τῶν παιδίων τινὰ τὴν ἐπολιόρκουν ἔξωθεν τῆς θύρας παραμονεύοντα.(…)
(Η τελευταία Βαπτιστική-1888)
(…) Μετά ταύτα η μήτηρ ήρχισε να ζυμώνει, και έπλασεν αρκετές κουλούρες μετ᾽ αυγών διά τον σύζυγον, επιδημούντα τότε, διά την πενθεράν της, δι᾽ εαυτήν, διά τές κουμπάρες, ως και μικρές «κοκώνες» διά την Μόρφω, διά τον Ευαγγελινόν, διά τ᾽ αναδεξίμια της και διά τα πτωχά παιδιά της γειτονιάς. (…)
(Παιδική Πασχαλιά-1891)
Η Δεύτερη Ανάσταση
Το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα γινόταν (όπως και σήμερα) στις εκκλησίες ο «Εσπερινός της Αγάπης» ή αλλιώς Δεύτερη Ανάσταση. Σε πολλούς ναούς τελείται το πρωί. Λέγεται έτσι, διότι οι Χριστιανοί, παλαιότερα, αντάλλασσαν μεταξύ τους το Φιλί της Αγάπης.
Μετά την Δεύτερη Ανάσταση, συνήθιζαν οι παλαιοί να στρώνουν πασχαλινό τραπέζι στην εξοχή, να ψήνουν το αρνί στη σούβλα, να τρώνε και να πίνουν αδελφωμένοι, να ανταλλάσσουν αναστάσιμες ευχές, να τραγουδάνε και να χορεύουν μέχρι αργά το βράδυ, προεξάρχοντος, βεβαίως, του παπά του χωριού, τον οποίο τον ένιωθαν (και ήταν) σπλάχνο από τα σπλάχνα τους.
Στους χορούς της Β΄ Ανάστασης χόρευαν τους λεγόμενους «κλέφτικους χορούς» (τα τσάμικα) αποκλειστικά οι άντρες, ενώ οι γυναίκες περίμεναν το πασχαλινό, εξοχικό γλεντοκόπι της Δευτέρας και της Τρίτης του Πάσχα, όπου αυτές θα χόρευαν τους γυναικείους χορούς τους «συρτούς» και την «καμάρα»:
(…) Περί την μεσημβρίαν μετά την Β΄ Ανάστασιν, οι χωρικοί το έστρωσαν υπό τας πλατάνους, παρά την δροσεράν πηγήν. Ως τάπητας είχον την χλόην και τα χαμολούλουδα, ως τράπεζαν πτέριδας και κλάδους σχοίνων. Η δροσερά αύρα εκίνει μετά θρου τους κλώνας των δένδρων, και ο Φταμηνίτης με την λύραν του αντέδιδε φθόγγους λιγυρούς.
(…) Ο παπά-Κυριάκος προήδρευε του συμποσίου, έχων απέναντί του την παπαδιά, βραχύσωμον, στρογγυλοπρόσωπον, μελαχροινήν, αγαθωτάτην, ήτις εν αθωότητι εξεκόλαπτε σχεδόν κατ’ έτος εν παπαδόπουλον, χωρίς να την μέλη ούτε διά παλληκαροβότανα, ούτε διά στρηφοβότανα, περί α τυρβάζουσιν άλλαι γυναίκες. Δεξιόθεν του ιερέως εκάθητο ο μπάρμπα-Μηλιός, προεστώς Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης άμα και πρόθυμος θεράπων της κοινότητος, ηξεύρων να ψήνη ως ουδείς άλλος το αρνί, λιανίζων μεθοδικότατα δι’ όλους, και τρώγων άμα και προπίνων. Εις τας προπόσεις μάλιστα δεν είχεν εφάμιλλον. Μετά την σύντομον και τυπικήν του ιερέως πρόποσιν, εγερθείς ο μπάρμπα-Μηλιός, κρατών την τσότραν την επταόκαδον, ήρχισε να χαιρετίζη τους πάντας και ένα έκαστον ως εξής:
— Χριστός Ανέστη! αληθινός ο Κύριος! Ζη και βασιλεύει εις πάντας τους αιώνας!
(…) Περί την δείλην είχεν αρχίσει ο χορός, χορός κλέφτικος (διότι αι γυναίκες επεφυλάττοντο διά την Δευτέραν και την Τρίτην όπως χορεύσωσι τον συρτόν και την καμάρα),(…)
(Εξοχική Λαμπρή - 1890)
Τα κόκκινα αυγά
Τη Μ. Πέμπτη οι νοικοκυρές έβαφαν τα κόκκινα αυγά που συμβολίζουν το αίμα του Χριστού, το οποίο χύθηκε επάνω στον Σταυρό για τη σωτηρία των ανθρώπων. Είναι το χρώμα της θυσίας, αλλά ταυτόχρονα και της ζωής και της Ανάστασης.
Πιστεύεται πως τα πρώτα κόκκινα αβγά βάφτηκαν θαυματουργικά, όταν μετά την Ανάσταση του Ιησού οι γυναίκες που είδαν τον άδειο τάφο, μετέφεραν το χαρμόσυνο νέο. Μία γυναίκα που δεν μπορούσε να πιστέψει πως ο Μεσσίας είχε αναστηθεί, δήλωσε πως θα πίστευε μόνο εάν τα αβγά που είχε στο καλάθι της γίνονταν κόκκινα. Τα αβγά θαυματουργικά έγιναν κόκκινα και έτσι καταλύθηκε η δυσπιστία της.
Αφού κοινωνούσε η οικογένεια το πρωί της Μ. Πέμπτης και γύριζαν στο σπίτι, η μητέρα άρχιζε αμέσως τη βαφή των αυγών χρησιμοποιώντας ξύδι και δυο φυτικές χρωστικές (γνωστές στους παλαιούς), το ριζάρι και το κιννάβαρι.
(…) Πέρυσι, ώ! πέρυσι, την Μεγάλην Πέμπτην πρωί, αφού εγύρισαν από την εκκλησίαν, όπου είχον μεταλάβει όλοι, η καλή και προκομμένη μήτηρ, καίτοι άγουσα ήδη τον έβδομον μήνα της εγκυμοσύνης της, ανεσφουγγώθη και ήρχισε να βάπτει εν τη χύτρα τα αυγά, με ριζάρι, κιννάβαρι και όξος. (…)
(Παιδική Πασχαλιά-1891)
Τα κάλαντα της Μ. Πέμπτης
Τη Μ. Πέμπτη, επίσης, γύριζαν, σε ζευγάρια, τα παιδιά του χωριού, σ’ όλα τα σπίτια, κρατώντας στα χέρια έναν καλαμένιο Σταυρό, που πάνω του είχε ένα ομοίωμα του Σταυρωμένου Χριστού, στολισμένο με λουλούδια και μ’ ένα κόκκινο μαντίλι δεμένο στην κορφή. Έψαλλαν τα θλιμμένα κάλαντα» της Σταύρωσης και οι νοικοκυρές τα φίλευαν με φρεσκοβαμμένα κόκκινα αυγά:
(…) Είτα ήρχισαν να έρχωνται εις την θύραν ανά ζεύγη τα παιδία της πολίχνης, με τον υψηλόν καλάμινον σταυρόν στεφανωμένον με ρόδα ευώδη και με μήκωνας κατακοκκίνους, με δενδρολίβανον και με ποικιλόχροα αγριολούλουδα, με τον αποσπασθέντα από τ᾽ Οχτωήχι χάρτινον Εσταυρωμένον εις το μέσον του σταυρού, και με ερυθρόν μανδήλιον κυματίζον, μέλποντα το άσμα:
Βλέπεις εκείνο το βουνί με κόκκινη παντιέρα;
Εκεί σταυρώσαν το Χριστό, τον πάντων βασιλέα.
Σύρε μητέρα μ᾽, στο καλό και στην καλή την ώρα,
κι εμένα να με καρτερείς το Σάββατο το βράδυ·
όταν σημαίνουν εκκλησιές και ψέλνουνε παπάδες,
τότες και σύ, μανούλα μου, να ᾽χεις χαρές μεγάλες.
Και τι χαρές μεγάλες τω όντι, τί χαρές δι᾽ όλα τα παιδία! και η καλή η μήτηρ της προθυμότατα έδιδεν ανά δύο αρτιβαφή αυγά εις όλα τα παιδία· δύο αυγά κόκκινα, και τί ευτυχία! τί νίκη! ενώ η μάμμη εφώναζεν ότι αρκετά παιδία ήλθαν, και αρκετά ετραγούδησαν, και ότι έπρεπε να υπάγουν και αλλού.(…)
(Παιδική Πασχαλιά-1891)
Το πέρασμα κάτω από τον Επιτάφιο και ο Αγιασμός
Το βράδυ της Μ. Πέμπτης, οι μανάδες πήγαιναν τα παιδιά τους στην εκκλησία για να προσκυνήσουν τον ανθοστολισμένο Επιτάφιο και να περάσουν σταυρωτά τρεις φορές κάτω απ’ αυτόν για να πάρουν την ευλογία του Χριστού από τον Τάφο, όπου βρέθηκε πριν αναστηθεί Τριήμερος.
Κάτω από τον Επιτάφιο, οι γυναίκες που θα ξενυχτούσαν τον Μεγάλο Νεκρό, συνήθιζαν να βάζουν πήλινα δοχεία με νερό για να αγιασθεί και να χρησιμοποιηθεί ως αγιασμός για τα σπίτια τους, τα ζώα τους κλπ. Αν κάποιο παιδί δεν πρόσεχε και έσπαζε ή έχυνε κάποιο δοχείο, εθεωρείτο κακό σημάδι.
(…) Και την Μεγάλην Παρασκευήν, περί την δύσιν του ηλίου, η μήτηρ οδήγησε τα δύο παιδία εις την εκκλησίαν, όπου, αφού έκαμαν τρείς γονυκλισίας προ του ανθοστεφούς κουβουκλίου, ησπάσθησαν τον μυρόπνουν Επιτάφιον, το αργυρόχρυσον Ευαγγέλιον με τ᾽ αγγελούδια, και τον Σταυρόν με τ᾽ ανθρωπάκια και τις Παναγίτσες (τί χαρά, τί δόξα!), και είτα επέρασαν τρίς υπό τον υψηλόν, μεγαλοπρεπή Επιτάφιον, ο δ᾽ Ευαγγελινός (όλα τα ενθυμείτο η μικρά Μόρφω) ανέτρεψεν εξ απροσεξίας πήλινον αμφορέα με ύδωρ, εξ εκείνων ους θέτουσιν υπό τον Επιτάφιον προς αγιασμόν, διά να μεταχειρισθώσι το ύδωρ εις το καματηρό, ήτοι τους μεταξοσκώληκας, και εις άλλας χρείας, αι νεότεραι μυροφόροι, γυναίκες διακαώς ποθούσαι «να ξενυχτίσουν τον Χριστόν» μένουσαι άγρυπνοι εν τώ ναώ πέραν του μεσονυκτίου, διότι η ακολουθία του Επιταφίου ψάλλεται εκεί το Μέγα Σάββατον, περί όρθρον βαθύν. Ο αμφορεύς πεσών εθραύσθη, η δέ γυνή ής ήτο κτήμα ωργίσθη, και είπεν ότι το έχει «σέ κακό της». Τότε η μήτηρ του Ευαγγελινού, αφού επέπληξεν αυστηρώς το παιδίον, πειραχθείσα είπεν ότι «αν είναι κακό, ας είναι για μένα!» και την πτωχήν δεν την ηύρε ο χρόνος!(…)
(Παιδική Πασχαλιά-1891)
Το αρνί του Πάσχα
Το Μ. Σάββατο, ξημερώνοντας, πήγαινε σε όλα τα σπίτια ο έμπειρος χασάπης του χωριού (ή της γειτονιάς στην πόλη), για να σφάξει και να ετοιμάσει, κατάλληλα, το αρνί του Πάσχα που καρτερούσε δεμένο στην αυλή ή στον κήπο. Ήταν μια μέρα ανείπωτης θλίψης για τα μικρά παιδιά που είχαν περάσει μερικές μέρες με το μικρό αρνάκι:
(…) Και ύστερον, όταν ανέτειλεν ο ήλιος του Μεγάλου Σαββάτου, διαλύων την απαραίτητον ομίχλην της Μεγάλης Παρασκευής, (ήτις καθιστά μελαψήν μιγάδα την ημέραν και παμμέλαιναν αράβισσαν την νύκτα), ο Ευαγγελινός εξύπνησεν από τα βελάσματα του αρνίου, το οποίον ητοιμάζετο να σφάξει διά την οικογένειαν του καπετάν Κομνιανού ο γείτονας Νικόλας, ο σύζυγος της Μηλιάς. Ο Ευαγγελινός και η Μόρφω εξήλθον εις το προαύλιον. Τί ωραίον, τί ήμερον, τί λευκόμαλλον που ήτο το αρνί! Και πώς εβέλαζε (μπε! μπε!) το καημένο. Εν τούτοις δεν εφαίνετο πολύ δυσαρεστημένον, διότι έμελλε να σφαγή. Και άλλος Αμνός άμωμος, Αμνός αίρων την αμαρτίαν του κόσμου, και άλλος ατίμητος Αμνός εσφάγη…(…)
(Παιδική Πασχαλιά-1891)
Καλή Ανάσταση