Πασχαλινά έθιμα στον Παπαδιαμάντη | Β΄ Μέρος

Παρασκευή, 18 Απρίλιος 2025 08:45 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Πασχαλινά έθιμα στον Παπαδιαμάντη | Β΄ Μέρος

Οι στολισμένες αναστάσιμες λαμπάδες
Στις πόλεις, το βράδυ του Μ. Σαββάτου, ο πατέρας έφερνε στο σπίτι τις αναστάσιμες λαμπάδες των μεγάλων, αλλά και των παιδιών, στολισμένες με λουλουδάκια τεχνητά, κορδελίτσες και χρυσόχαρτα. Τα παιδιά τις περίμεναν πώς και πώς και κοιμούνταν με τις λαμπάδες τους αγκαλιά μέχρι να τα ξυπνήσουν για να πάνε στην Ανάσταση:

(…) Την εσπέραν έφερεν οίκαδε ο πατήρ τας πασχαλινάς λαμπάδας, ωραίας, λεπτάς, περιτέχνους. Τί χαρά! τί θρίαμβος! φαντασθείτε ωραίας μικράς λαμπάδας, με άνθη τεχνητά, με χρυσόχαρτα. Ο Ευαγγελινός ήθελε να πάρει την της αδελφής του, λέγων, ότι εκείνη είναι μεγαλυτέρα. Η μήτηρ του την έδωκεν, αλλ᾽ ο μικρός την έσπασε, εκεί πού έπαιζε με αυτήν, έσπασε και την ιδικήν του, και ύστερον έβαλε τα κλάματα. Ο πατήρ του ηγόρασεν άλλην, αφού τον υπεχρέωσε να υποσχεθεί ότι δεν θα την πιάσει εις την χείρα, έως τα μεσάνυκτα, όταν θα υπάγουν εις την Ανάστασιν. Ο μικρός απεκοιμήθη κλαίων και χαίρων.(…)
(Παιδική Πασχαλιά, 1891)

Βαρελότα, τρακατρούκες και μπαταριές
Όταν ο παπάς, μετά το Ευαγγέλιο της Ανάστασης, άρχιζε να ψάλλει το «Χριστός Ανέστη…» άρχιζαν να σκάζουν, μαζί, τα αυτοσχέδια βαρελότα και οι τρακατρούκες της εποχής (ακόμα και μέσα στο Ναό) που φόβιζαν το εκκλησίασμα, ιδιαίτερα τις γυναίκες και τους ηλικιωμένους, ενώ όποιος είχε όπλο (κουμπούρα, καρυοφίλι, κλπ) έριχνε μπαταριές στον αέρα, ν’ ακούσουν όλοι, πως αναστήθηκε ο Χριστός.

Στον ελλαδικό χώρο υπάρχουν πολλά εθιμικά δρώμενα στα οποία, μέσω του κρότου και του φωτός, γιορτάζεται η Ανάσταση και μεταφέρεται το χαρμόσυνο μήνυμα. Ο βασικός πυρήνας τους εδράζεται στις λαϊκές αντιλήψεις σύμφωνα με τις οποίες η ευεργετική επενέργεια του φωτός, το οποίο επανέρχεται στη φύση κατά την εαρινή περίοδο που γιορτάζεται το Πάσχα, και ο κρότος διώχνουν κάθε κακό:

(…) Μετά τα μεσάνυκτα, αφού έγινεν η Ανάστασις, και ήστραψεν ο ναός όλος, ήστραψε και η πλατεία από το φώς των κηρίων, τα παιδία ήρχισαν να καίουν μετά κρότου σπίρτα και μικρά πυροκρόταλα έξω εις το πρόναον, και τινες παίδες δεκαετείς επυροβόλουν με μικρά πιστόλια, άλλοι έρριπτον εντός του ναού επί των πλακών του εδάφους τα βαρέα καρφία με τα καψύλια καταπτοούντες και σκανδαλίζοντες τάς πτωχάς γραίας, αίτινες, μεθ᾽ όλον τον διωγμόν όν εκίνουν κατ᾽ αυτών την Μεγάλην Εβδομάδα κατ᾽ έτος οι επίτροποι, αξιούντες να περιορίσωσιν αυτάς εις τον γυναικωνίτην, ουχ ήττον επέμενον και παρεισέδυον εντός του ναού αριστερά, εις την μίαν κόγχην. (…)
(Παιδική Πασχαλιά, 1891)

(…) Μίαν χρονιάν, ὅταν ἦλθεν ἡ Μεγάλη Ἑβδομάς, ἀπὸ τὴν Τετάρτην ἑσπέρας, καθὼς διεκόπησαν τὰ μαθήματα τοῦ δημοτικοῦ σχολείου, ὅλες οἱ «πανοῦκλες» τοῦ χωριοῦ, τοῦ σχολείου καὶ τοῦ δρόμου, εἶχαν κολλήσει γύρω, εἰς τὴν μικρὰν πλατεῖαν καὶ εἰς τὸ σιδηρουργεῖον, κ᾿ ἔκαμνον δαιμονικὸν θόρυβον. Ἀπαιτοῦσαν ἀπὸ τὸν Γιάλα-Δρίτσαν νὰ τοὺς δώσῃ μεγάλα καρφιά, «τζαβέτες»*, διὰ νὰ καίουν τὰ καψύλιά των. Ἄλλοι ἐζητοῦσαν ἐπιτακτικῶς νὰ τοὺς κατασκευάσῃ μικρὰ «κανονάκια». Ἔψαλλον τὸν στίχον τοῦ ᾄσματος:
Χαλκιά, χαλκιά, φτιάσ᾿ μας καρφιά,
φτιάσ᾿ μας πιρούνια τρία,
ὁ σκύλος ὁ παράνομος.

(…)Τέλος ἦλθεν ἡ νύκτα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Τὰ μεσάνυκτα ἐψάλη ἡ Ἀνάστασις, ἐπὶ τῆς ἐξέδρας, κατὰ τὰ σχέδια τοῦ νέου Δημάρχου. Ὅλος ὁ κόσμος ἐστάθη γύρω εἰς τὴν ἐξέδραν, αἱ γυναῖκες ὀλίγον παραπίσω. Ἡ θεια-Μαχώ, μαζὶ μὲ ἄλλας δύο ἢ τρεῖς, χήρας ἢ γραίας, ἐστάθησαν ἔξω τῆς γυναικείας θύρας τοῦ ναοῦ, κ᾿ ἐθεῶντο μακρόθεν.
Γυναῖκές τινες ἐγόγγυσαν ὅτι δὲν ἤκουον ἢ ὅτι δὲν ἔβλεπον καλά, τὰ ἐν τῇ ἐξέδρᾳ. Ἐσυμπέραναν μόνον ὅτι ἐψάλλετο τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», ἀπὸ τὰς σταυροειδεῖς ἀνακινήσεις τῶν λαμπάδων, καὶ ἀπὸ τὰ ὀλίγα τρομπόνια ποὺ ἔπεσαν.
(Η άκληρη, 1905)

Το κάψιμο του Ιούδα
Το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα, μετά την Β΄ Ανάσταση, γινόταν το «κάψιμο Ιούδα» που πρόδωσε τον Χριστό. Ο «Ιούδας» ήταν ένα ιδιόχειρο λαϊκό κατασκεύασμα, ένα σκιάχτρο, με μια χύτρα για κεφάλι, με λινάρι για γένια και με γυαλιά στα μάτια, ντυμένος με παλιόρουχα μακριά και ριγωτά.
Αριστερά στο πλευρό του κρεμόταν ένα πουγκί με τα τριάκοντα αργύρια της προδοσίας. Τον κρεμούσαν ψηλά, τον λοιδορούσαν, τον ντουφέκιζαν και στο τέλος του έβαζαν φωτιά:
(…) Το απόγευμα πάλιν, αφού εψάλη η Β´ Ανάστασις κι έγινεν η Αγάπη, εξήλθαν όλοι εις την πλατείαν κι εθεώντο την πυρπόλησιν του Εβραίου. Τί άσχημος και τί ευμορφοκαμωμένος που ήτον ο Εβραίος! Είχε μίαν χύτραν ως κεφαλήν, είχε και λινάρι ως γένειον. Έφερε και ζεύγος γυαλιά (η Μόρφω τα ενθυμείτο όλα), όμοια μ᾽ εκείνα που φορεί η γραία μάμμη όταν ράπτει ή εμβαλώνει τα παλαιά ρούχά της. Είχε κι ένα σακκούλι ή πουγγί κρεμασμένον εις το αριστερόν πλευρόν του. Εφόρει μακριά, μακριά φορέματα, παρδαλά, ραβδωτά! Και αφού τον εκρέμασαν υψηλά υψηλά, έως επτά οργυιάς επάνω, ήρχισαν οι άνδρες να τον ματιάζουν, να τον τουφεκίζουν όλοι, εωσότου τον έκαυσαν.(…)
(Παιδική Πασχαλιά, 1891)

Αρνί στη σούβλα και κοκορέτσι
Το αρνί του Πάσχα, συμβόλιζε ανέκαθεν τον Χριστό ο οποίος θυσιάστηκε για την Σωτηρία του Ανθρώπου: «Ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη και ως αμνός εναντίον του κείροντος άφωνος, ούτως ουκ ανοίγει το στόμα αυτού» (προφητεία Ησαΐου-κεφ. νγ7).

Το σούβλισμα του αρνιού είναι, ίσως, το χαρακτηριστικό ελληνικό πασχαλινό έθιμο. Το «ηρωικό γύρισμα» στη σούβλα αποτελούσε αρχικά κατεξοχήν έθιμο της Ρούμελης και της Πελοποννήσου. Ήταν μια συνήθεια που κράτησαν και οι Κλέφτες στην τουρκοκρατία και συνεχίστηκε μέχρι τα χρόνια μας.

Στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας την Κυριακή του Πάσχα ψήνουν το αρνί στη σούβλα, μαζί με το κοκορέτσι. Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν πιθανότατα οι πρώτοι που δοκίμασαν το κοκορέτσι και το ονόμαζαν «πλεκτή». Το κοκορέτσι το ξαναβρίσκουμε στην Βυζαντινή εποχή με το όνομα «χορδαί» ή «χορδία».

Το ψήσιμο του αρνιού και του κοκορετσιού και το λιάνισμά τους μετά το ψήσιμο ήταν μια ιεροτελεστία για τους Έλληνες που γιόρταζαν το Πάσχα στην εξοχή και αποτελούσε τον καλύτερο σύντροφο του κρασιού που έρεε άφθονο στην αναστάσιμη χαρά:

(…) άμα τη ανατολή του ηλίου, και αφού εδροσίσθησαν υπό την εξαίσιον φυλλάδα των μεγαλοπρεπών πλατάνων, κι έπιον ύδωρ εκ της αμφιλαφούς κρήνης, της προχεούσης εις όλην την μαγευτικήν κοιλάδα τα διαυγή της νάματα, οι μεν άλλοι εστρώθησαν υπό τας πλατάνους, και παρηκολούθουν με βλέμμα θωπευτικόν το ολονέν ροδίζον αρνί εις την σούβλαν, περιμένοντες όσον ούπω ν’ απολαύσωσιν ως «προφταστήρα» το ορεκτικόν κοκορέτσι,(…) Αναγνωρίσας δε τον δρόμον, ο αναβάτης εστράφη δεξιά, και εντός ολίγων λεπτών, από του ανατολικού μέρους, έφθασε καλπάζων εις τον Προφήτην Ηλίαν· έφθασε δε ακριβώς την στιγμήν καθ’ ην ο Δημήτρης ο Μιχογιάννης περιτέχνως λίαν ελιάνιζε το ψητό, κι εστρώνετο υπό τα πελώρια δένδρα η από φτέρες και φυλλάδες πλατάνου ευώδης τράπεζα.

(…)Εκεί, υπό τα υψηλά δένδρα των οποίων οι κλώνοι, με βόμβυκας και με θυσάνους τριχοειδών φύλλων κοσμούμενοι, εσείοντο υπό πρωινής αύρας, άνω του ρεύματος, του κυλίοντος μετά ψιθύρου το διαυγές νάμα του κάτω εις την κοιλάδα, εκάθισαν ηδονικώς όλοι οι βοσκοί με τας ποιμενίδας και τας βοσκοπούλας των, στρώσαντες αφθόνους πτέρεις και παχείας φυλλάδας, και ήρχισαν να διαμελίζωσι τα ευωδιάζοντα επί της σούβλας αρνία και τα ερίφια. Έφαγον και ηυφράνθησαν όλοι και αφού ο Αγγελής ευλόγησεν, ως έδει, την φλάσκαν, την μετεβίβασε, μεγάλην, υπόχλωρον ακόμη, δι’ ερυθράς δερματίνης λωρίδος κρατουμένην, κλώζουσαν και φυσώσαν ακαταλήπτους ήχους ένδοθεν, εις χείρας του εκ δεξιών του καθημένου προεστώτος της ομάδος, του Γιώργη τ’ Παναγιώτ’, όστις εγερθείς προσηγόρευσε διά μακρών την ομήγυριν:
- Κ’στος ανέστ’, βρε παιδιά! Αληθ’νός ου Κύριους! Ζη κι βασιλεύει!
–Γεια μας! καλή γεια! διάφουρου! καλή καρδιά! καλή γερουσύνη, όλοι μας! Χρόνους πολλούς! Κι τ’ χρόν’ νά ’μαστι καλά. Καλή χρονιά σας! Πολλά τα έτ’! Παπά μ’! να χαίρισι το πετραχήλι σ’!(…)
(Στην Αγι-Αναστασά, 1892)

 

Καλή Ανάσταση

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ηλία Μακρή
Το κλίκ της ημέρας
του Ηλία Μακρή
Mikel_new-opening

Πρόσφατα Νέα

Η δική σας είδηση