«Χριστός γεννάται σήμερον
εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί αγάλλονται,
χαίρει η φύσις όλη»
Με χαρά και κατάνυξη γιορτάζεται σήμερα το μέγα μυστήριο της Γέννησης του Χριστού, το γεγονός που φωτίζει τον κόσμο και γεμίζει τις καρδιές των ανθρώπων με ελπίδα, πίστη και αγάπη.
Η εικόνα της Θείας Γέννησης, ένας θησαυρός της Ορθόδοξης αγιογραφίας, δεν είναι απλώς μια καλλιτεχνική απεικόνιση· αποτελεί ζωντανή θεολογική αφήγηση, που καλεί τον άνθρωπο να ανακαλύψει το φως μέσα στο σκοτάδι, την ταπείνωση μέσα στη δόξα και την αιώνια σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Μέσα από κάθε μορφή και κάθε λεπτομέρεια, η εικόνα μεταφέρει το χαρμόσυνο μήνυμα της σωτηρίας και υπενθυμίζει ότι η Γέννηση του Χριστού σηματοδοτεί την αρχή μιας νέας ζωής, γεμάτης φως, ελπίδα και αγάπη για όλη την ανθρωπότητα.
Η εικόνα της Γέννησης του Χριστού αποτελεί μία από τις πιο εμβληματικές παραστάσεις της Ορθόδοξης αγιογραφίας και κατέχει ξεχωριστή θέση στο Δωδεκάορτο, στον κύκλο των δώδεκα σπουδαιότερων εορτών της Εκκλησίας. Πρόκειται για μια πυκνή θεολογική αφήγηση που συνοψίζει ολόκληρο το μυστήριο της Θείας Οικονομίας: την κατάργηση του παλαιού κόσμου και την έλευση του νέου, την αναγέννηση της πλάσης και τη γέννηση του «Νέου Ανθρώπου». Κάθε μορφή και κάθε λεπτομέρεια λειτουργεί ως θεολογικός λόγος, γεμάτος συμβολισμούς και πνευματικά νοήματα. Μέσα από αυτήν, ο άνθρωπος καλείται να δει πια τον κόσμο με καθάριο βλέμμα.
Στο κέντρο της εικόνας δεσπόζει η Θεοτόκος με το Θείο Βρέφος στο σπήλαιο της Βηθλεέμ, έναν χώρο σκοτεινό και τόσο ταπεινό που χρησιμοποιούνταν ως στάβλος. Το σκοτάδι του σπηλαίου δηλώνει τον προχριστιανικό κόσμο, βυθισμένο στην άγνοια, μέσα στον οποίο έρχεται πια το φως της αλήθειας. Ο Χριστός γεννιέται άστεγος, γιατί «δεν υπήρχε τόπος εν τω καταλύματι», γεγονός που φανερώνει τον τρόπο με τον οποίο ο Χριστιανισμός αντιλαμβάνεται τον Θεό: ταπεινό, προσιτό και κοντά στον άνθρωπο.
Η Παναγία εικονίζεται γονατισμένη, με τα χέρια σταυρωμένα σε προσευχή, κοιτάζοντας με λατρεία το Παιδί, αναγνωρίζοντας όχι μόνο τον Υιό της, αλλά και τον Υιό του Θεού. Σε άλλες παραστάσεις στρέφει το βλέμμα αλλού, συχνά προς το «δέντρο του Ιεσσαί», για να τονιστεί η υπερφυσική γέννηση και η εκπλήρωση της προφητείας του Ησαΐα. Το Θείο Βρέφος αναπαύεται στη φάτνη, τυλιγμένο στα σπάργανα. Η φάτνη όμως μοιάζει με φέρετρο και τα σπάργανα με νεκρικό σάβανο, προαναγγέλλοντας τον μελλοντικό θάνατο και τη θυσία Του για τη σωτηρία του κόσμου.
Πίσω από τη φάτνη στέκονται το βόδι και ο όνος, σύμβολα της προφητείας του Ησαΐα, που δηλώνουν εκείνους που αναγνώρισαν τον Μεσσία. Χαμηλότερα, ο Ιωσήφ ο Μνήστωρ κάθεται σκεφτικός και απομονωμένος, για να φανερώσει ότι δεν είναι ο φυσικός πατέρας του Παιδιού, αλλά ο προστάτης Του. Στην άκρη της εικόνας παρατηρείται το λουτρό του Χριστού, με τη μαία Σαλώμη και τη βοηθό της, σκηνή που φανερώνει την αληθινή ανθρώπινη φύση Του.
Στο βάθος, οι Τρεις Μάγοι, νέος, μεσήλικας και γέροντας, καθοδηγούνται από το άστρο και προσφέρουν χρυσό, λιβάνι και σμύρνα, αναγνωρίζοντας τον Χριστό ως Βασιλιά, Θεό και μελλοντικό θυσιαζόμενο. Τέλος, οι άγγελοι γεμίζουν τον ουρανό ψάλλοντας «δόξα εν υψίστοις Θεώ», ενώ ο άγγελος αναγγέλλει στους βοσκούς το χαρμόσυνο μήνυμα της σωτηρίας, καλώντας τους, αυτούς και όλη την ανθρωπότητα, να μη φοβούνται, αλλά να πορευτούν με πίστη, ελπίδα και αγάπη.
Η Γέννηση δεν είναι μόνο η αρχή της επίγειας ζωής του Χριστού, αλλά η αρχή μιας νέας σχέσης Θεού και ανθρώπου. Στο σκοτάδι του σπηλαίου γεννιέται το φως που δεν σβήνει, η ελπίδα που αλλάζει την ιστορία και μεταμορφώνει την καρδιά του ανθρώπου. Γι’ αυτό και η εικόνα αυτή παραμένει διαχρονική: μιλά στο παρόν, μπολιάζοντας στις ψυχές μας πίστη, ταπεινότητα και αγάπη.




