«Δικαίωμα στην έπαρση έχει μόνον η Σημαία»
(Σταύρος Ξαρχάκος)
Έχετε δει το Σταύρο Ξαρχάκο να διευθύνει ορχήστρα τώρα που γέρασε; Γιατί νέον το έχετε δει σίγουρα. Ε, δεν έχει καμμία σχέση με τον δυναμικόν και κινητικότατο μαέστρο που διηύθυνε παλιά κι έλεγες θα φτερακίσει, θα πετάξει. Καλός και περίκαλλος και τότε. Τώρα όμως έχει άλλου είδους ομορφιά. Οι κινήσεις του αναδύουν μια εσωτερικότητα δίχως ίχνος έπαρσης, που περνάει στο θεατή – ακροατή.
Έπαρση. Δεν την καταλαβαίνουν πια τα παιδιά τη λέξη. Και δεν την καταλαβαίνουν γιατί δεν τις διδάσκονται ετυμολογικά, δεν τις αναλύουν τις λέξεις – ο μόνος τρόπος για να πιάσουμε επαφή με τη γλώσσα μας που τη χάσαμε – αφού δεν διδάσκονται πια αρχαία ελληνικά και φιλόλογοι να τα γνωρίζουν δεν υπάρχουν. Κι αν στα παιδιά βάλουν θέμα στις πανελλήνιες που να περιέχεται η λέξη θ’ αρχίσουν να ψάχνονται και θα ζητούν διευκρινίσεις απ’ την επιτροπή. Επαίρω το ρήμα, που σημαίνει υψώνω, εγείρω. (Όπως ο σαλίγκαρος υψώνει τα κέρατά του, λέει ο Αριστοφάνης. Και ο Δημοσθένης ʺπολλοὺς καὶ θρασεῖς τῇ πόλει ἐπαιρόμενος λόγουςʺ). Και επαίρομαι = υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι. Και ό,τι αξίζει να έχει ο άνθρωπος είναι η ταπεινοφροσύνη, η μετριοφροσύνη, η σεμνότητα. Αν δεν κοσμείται μ’ αυτές τις αρετές υπάρχει έλλειμμα σοβαρό. Δυστυχώς όμως στην εποχή μας λίγοι άνθρωποι τις διαθέτουν.
Μετά τον Σ. Ξαρχάκον είδα και μια συνέντευξη γνωστού στιχουργού, μεγάλης ηλικίας τώρα πια που με τους στίχους των τραγουδιών του μεγαλώσαμε, για τον οποίον, εν αντιθέσει με τον μουσικοσυνθέτην, βλέποντάς τον είπα κρίμα. Για την έπαρση και την αυθάδικη και προκλητική συμπεριφορά. Φορούσε κι ένα κοντό παντελόνι που άφηνε τα πόδια του ακάλυπτα, αντί να βάλει ένα παντελονάκι της προκοπής, χαμένος μέσα στην πολυθρόνα που βούλιαζε, ώστε έλεγες "κρίμα απ’ το Θεό". Που ορισμένοι καβαλάνε το καλάμι κι όσες ικανότητες να έχουν χαλάνε όλη την εικόνα τους.
Χωρίς να το θέλω έρχονταν στο μυαλό διάφορα. Όπως ότι δεν υπάρχει τίποτα ομορφότερο από ένα γλυκό, ταπεινό, συγκαταβατικό πρόσωπο με ταπεινή συμπεριφορά. Μεγάλη υπόθεση στον άνθρωπο η ταπεινοφροσύνη, η μετριοφροσύνη. Το πιο μεγάλο δώρο νά ’χεις μέσα σου μετριοφροσύνη, κι ό,τι ταλέντα διαθέτεις αν συνοδεύονται με την έμφυτη ικανότητα της μετριοφροσύνης αναδεικνύονται, ενώ ταυτόχρονα η εικόνα σου κολακεύεται. Εκεί που πρέπει να είσαι σκληρός, αποφασιστικός, καμμιά αντίρρηση. Όλα όμως να γίνονται μέσα στα όρια της μετριοφροσύνης. Τότε, δεν υπάρχει πιστεύω, μεγαλύτερο χάρισμα στον άνθρωπο. Είναι οι αρετές για τις οποίες μίλησαν όλοι σχεδόν οι αρχαίοι, που δεν διδάσκονται παρά μονάχα με το παράδειγμα. Κι όποιος δάσκαλος ανεβαίνει στην έδρα και η φαρέτρα του δεν είναι γεμάτη με ζωντανά παραδείγματα καλλίτερα να κατεβαίνει. Γι’ αυτό στις υψηλές βαθμίδες της παιδείας θεωρώ πως πρέπει οι διδάσκαλοι να είναι γέροντες. Ο νέος δεν έχει βέλη ή τα βέλη του δεν είναι τόσο ικανά να καρφώσουν την καρδιά του παιδιού, ιδιαίτερα στους τομείς των ανθρωπιστικών λεγόμενων επιστημών μα και στις άλλες.
Τώρα που γέρασα πόσο θα ήθελα να διδάξω. Όχι με τη στενή έννοια που ξέρουμε αλλά με την έννοια να δώσω παραδείγματα απ’ αυτά που η ζωή με φόρτωσε. Κι έπρεπε, ειδικά στα πανεπιστήμια να υπάρχουν γέροντες. Σκέφτομαι τώρα πια σαν άνθρωπος ευαίσθητος, μοναχικός και πονεμένος. Κι αυτά που σκέφτομαι πρέπει (;) κάπου να τα ειπώ. Τα λέω λοιπόν σε σας μέσα απ’ το χαρτί της εφημερίδος.
Πότε πότε σκέφτομαι ακόμη πως μπορεί νά ’ρθει καιρός να αδυνατώ να ειπώ πράγματα αξίζουν δεν αξίζουν. Μπορεί όμως με τη συμπεριφορά μας στην κοινωνία να δίνουμε, έστω σε άγνωστους ανθρώπους έναν προβληματισμό. Να δίνουμε κάτι χωρίς να το παίρνουμε καν είδηση. Πώς; Με τη στάση μας, τη συμπεριφορά μας, το βάδισμά μας ακόμη και προπαντός τη σιωπή. Ο κόσμος παρατηρεί, όσο κι αν λέμε πως δεν προσέχει, εντούτοις το κάτι άλλο, το διαφορετικό τον διαπερνά. Μπορεί λοιπόν να δίδουμε στους ανθρώπους έστω και άθελά μας. Στο ανθρώπινο κοπάδι που κλαίει, δέρνεται και βασανίζεται, καθώς λέει ο ποιητής σ’ ένα ωραίο ποιηματάκι.
Ο άνθρωπος επομένως πρέπει να έχει φρόνηση, να διακρίνεται για τη φρόνησή του, να είναι φρόνιμος. Οι παλιοί λέγανε «να είστε φρένιμοι», δηλαδή να έχετε φρένας, να ελέγχετε τον εαυτό σας. Και η φρόνηση λέγεται και φρόνεση.
Απομονήν (υπομονήν) και φρόνεση πρέπει καθένας νάχει
και να μην απορπίζεται (να μην χάνει την ελπίδα, απογοητεύεται) σε ό,τι κι αν του λάχει.
Η φρόνηση είναι βέβαια στο χαρακτήρα κάθε ανθρώπου αλλά καλλιεργείται κιόλας. Ειδικά η φρόνηση περισσότερο από ο,τιδήποτε είναι κάτι που καλλιεργείται. Η συμπεριφορά άλλωστε με τα χρόνια αλλάζει και ο άνθρωπος γίνεται πιο καταδεχτηκός, πιο συγκαταβατικός. Δεν έχει εκείνο το νεανικό, το κοντοφύτιλο να εκρήγνυται με το παραμικρό. Δεν μπορεί βέβαια να τρέξει, να σκίσει τους ωκεανούς, να πετάξει στους ουρανούς όπως ο νέος, όμως στα γηρατειά απολαμβάνει αλλιώς τη ζωή και στα πιο απλά πράγματα. Σε μια ʺκαλημέρα" που σου λέει ο άλλος στο δρόμο με την καρδιά του, και δεν απολαμβάνει ο νέος. Γι’ αυτό πρέπει να τα χαιρόμαστε τα γηρατειά, ακόμη και στα ακραία.
Ένας γνωστός μου είχε κουραστεί πραγματικά περιποιούμενος τον υπέργηρο πατέρα του, που στα τελευταία χρόνια της ζωής του δεν είχε επαφή με το περιβάλλον, να τον ταΐζει να του αλλάσσει καθετήρες, να σκουπίζει τα αίματα και τόσα άλλα, ώστε ώρες ώρες έρχονταν σε απόγνωση. Και τότε, σε ανύποπτο χρόνο, γνωστή του φαρμακοποιός που είχε αντιμετωπίσει παρόμοια κατάσταση με τη μητέρα της, του είπε "απόλαυσέ το". Πράγμα που όταν το άκουσα στην αρχή μου κακοφάνηκε, όπως και στο φίλο μου.
Σκεφτόμενος όμως την κουβέντα τη βρήκα πολλή μεγάλη. Γιατί η φαρμακοποιός με τη λέξη ήταν σα να έλεγε: ʺαπόλαυσε αυτή την ιερή φροντίδα, αύριο άλλωστε θα τον χάσεις και θα στενοχωριέσαι. Κι όταν δε θα τον έχεις θα ικανοποιείσαι, παρ’ ότι ήξερες πως το παιχνίδι είναι χαμένο, ακριβώς γιατί του συμπαραστάθηκες. Ύστερα μη στενοχωριέσαι, γιατί αύριο θα σου συμβεί κάτι άλλο και θα ξεχάσεις το σημερινό. Έτσι γίνεται πάντα στη ζωή. Μην το βλέπεις λοιπόν άγχος, απόλαυσέ τοʺ. Δυνατά παραδείγματα, δυνατά μαθήματα που μπαίνουν σφήνες στην ψυχή μας. Ήταν μια πανέξυπνη, δραστήρια, πονετική, φιλοσοφημένη δίχως καθόλου έπαρση κοπέλα.
Ο άνθρωπος δεν γίνεται από μόνος του, τον φτιάχνει η ζωή μέρα με τη μέρα. Έχει κι ένα μεγάλο ποίημα με τίτλο ʺκλωνοποίησηʺ ο αγαπημένος μου Φ. Βαρέλης, τον οποίο συχνά πυκνά επικαλούμαι, που σ’ έναν στίχο λέει:
Καινούργιο κι αυτό μ’ αυτήνα την κλώνωση.
Όπως την ονόμασε κιόλας το αγύριστο μυαλό του ανθρώπου.
Να φτιάξουν, λέει με γονίδια δικά μου ας πούμε,
έναν ολόιδιον με ’μένα. Χωρίς βέβαια εκείνα
που με φόρτωσε ως εδώ η ζωή που περπάτησα,
την παλιά μου δηλαδή συνείδηση και τα λάθη μου…
Φτιάχνεται λοιπόν ο άνθρωπος κάθε μέρα. Και για να πάρουμε ένα σημερινό παράδειγμα. Ο Ερντογάν, ηλικίας σήμερα 65 χρονών, ωρύεται, αφρίζει, βρυχάται, απειλεί, προκαλεί με παθιασμένο μίσος. Εμφανίζεται ως ζώο αδηφάγο, καρχαρίας, λιοντάρι… Λέτε μετά είκοσι χρόνια να λέει αυτά που λέει σήμερα; (Μολονότι με τους πολιτικούς – αυτοί είναι άλλο καλούπι – δεν μπορείς να είσαι ποτέ σίγουρος, νομίζω όχι. Και απ’ όλους γενικά εκείνοι που διακατέχονται από υπέρμετρη έπαρση είναι οι πολιτικοί.) Είναι τα γηρατειά που βλέπουν αλλιώς τα πράγματα. Γι’ αυτό κάθε κυβέρνηση αν θέλει να καλύπτει όλες τις ηλικίες όπως όλες τις κοινωνικές, επαγγελματικές και άλλες τάξεις, εκείνο που πρωτίστως πρέπει να έχει είναι γερουσία. Αν διοικούσαν και οι γέροντες θα ήσαν αλλιώς τα πράγματα. Οι νέοι χρειάζονται, ξέρουν τα δικά τους, όμως και οι γέροντες δεν είναι για πέταμα, όπως δυστυχώς τους θεωρούμε. Έχουν το πρώτο και καλλίτερο. Τη φρόνηση, τη φρόνεση, τους λείπει η έπαρση. Πώς θα ήθελα να είχα κάποιους παλιούς γνωστούς γέροντες από κείνους που ήξερα και σημάδεψαν τη ζωή μου.
Σήμερα κανένας δε θέλει να λέει ότι είναι γέροντας. (Μεγάλη λέξη ο γέρων). Ιδιαίτερα στις γυναίκες δεν υπάρχει πια, εξέλιπε εντελώς το είδος της γερόντισσας. Βλέπεις μεγάλης ηλικίας γυναίκες και όλες είναι βαμμένες σε χείλια, πρόσωπο, μαλλιά, νύχια, με τεντωμένα μάγουλα, με γόβες και είναι σαν καμουζέλες. Τυχόν εξαιρέσεις είναι για να επιβεβαιώνουν το κανόνα. Σαλαγιούνται βλέπετε από μια αυθάδικη αθυρόστομη τηλεόραση κι ένα αμαρτωλό διαδίκτυο ξεχνώντας την παροιμία: Ο γάιδαρος είν’ γάιδαρος και ας φορεί και σέλα / η γριά και αν στολίζεται δεν γίνεται κοπέλα.
Καμμία δεν θυμίζει γερόντισσα και αλοίμονο σε παιδί που θα ειπεί τέτοια γυναίκα γιαγιά. Αντί να χαρεί θα το προσβάλει. Γέροντα μπορείς ακόμα να συναντήσεις, γυναίκες γερόντισσες όμως δεν υπάρχουν κι είναι κι αυτό μιας ειδικής κατηγορίας έπαρση. Το δε πολύ μεγάλο ρητό του αρχαίου ʺγέρων γενόμενος μὴ φρόνει νεώτερα, μήδ’ εἰς ὄνειδος ἕλκε τὴν σεμνὴν πολιάν.ʺ (Όταν γεράσεις να μην κάνεις νιού καμώματα, ούτε να ντροπιάζεις τ’ άσπρα σου μαλλιά) δεν ακούγεται πια.
Κι έχω μια επιθυμία. Να δω μια γριούλα με το μπαστουνάκι της, την τίμια φτώχεια, όπως τον παλιό καιρό και να συγκινηθώ. Να μου δημιουργηθεί η επιθυμία να πάω κοντά να την ακουμπήσω, να την πω γιαγιά. Να της δώσω λίγο ρυζάκι, λίγο καφέ, ό,τι ασήμαντο τέλος πάντων κι εκείνη να δίνει ευχές με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο και να μην σταματά.
Δεν έχει πια ανθρώπους από κείνους που ήσαν ταπεινοί, χωρίς έπαρση, καλομίλητοι, που έδιναν ευχές. Τότε που, ειδικά οι γέροντες, ήσαν στολίδι, που περίσσευε η ψυχή. Σήμερα μια κατάσταση απάνθρωπη. Ας προσπαθούμε να είμαστε ταπεινοί χωρίς έπαρση όπως λέει το τραγουδάκι. «Σιγανά σιγανά σιγανά και ταπεινά πατώ τη γη». Που σημαίνει πως έτσι πρέπει να την παίρνουμε και να την πηγαίνουμε την ζωή. Σιγανά και ταπεινά. Κι ας ευχηθούμε να μην φθείρεται, να μην ξοδεύεται η ψυχή μας σ’ ό,τι δεν αξίζει.