Αναδρομή στο έπος του 40-41

Τετάρτη, 28 Οκτώβριος 2020 00:08 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ

Τούτες τις δραματικά κρίσιμες ώρες, που ζούμε την επιθετικότητα τού εξ Ανατολών γείτονα, που εξέθρεψαν και εκτρέφουν η ιταμή αδιαφορία με την υπολογιστικότητα των ʺπολιτισμένωνʺ Ευρωπαίων και γενικά η αθλιότητα των ισχυρών της γης, κυρίως όμως η αφροσύνη των δικών μας πολιτικών ταγών που δεν αναμετρήθηκαν με το χρέος τους απέναντι στην πατρίδα, αλλά τα 45 τουλάχιστον τελευταία χρόνια βιαστήκαμε να μιλήσουμε για ελληνοτουρκική φιλία συνθηματολογούντες και αφήνοντας την πατρίδα ξαρμάτωτη, τούτες τις ώρες λέω που αγγίζουμε μέσα μας, όσοι Έλληνες, ισχυρό τον παλμό της Ιστορίας, η κρισιμότητα των καιρών ας μας μονιάσει, ας μας χαλυβδώσει, ας φωτίσει το νου και την ψυχή μας. Ας συσπειρωθούμε γύρω από το Έθνος μας για να ανταποκριθούμε στον Ιστορικό μας ρόλο, όπως έπραξαν οι πατεράδες μας και οι παππούληδές μας το 1940-41 από του απλού στρατιώτη και την ανώνυμη γυναίκα μέχρι του Κυβερνήτη, όταν όλοι τους έκαναν το χρόνο να σταματήσει.

Συμμετέχοντας εν ημέραις πανδημίας στον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου 1940 με το δικό μας τρόπο, στέλνω ένα κείμενο του διαλεχτού φίλου και εξαιρέτου πνευματικού ανθρώπου Ιωάννη Η. Νικολακόπουλου με τίτλο ʺο αραπάκος του μετώπουʺ, που αναφέρεται στη σχέση που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα σ’ ένα μουλάρι και τον ημιονηγό του, τότε που η ελευθερία μετριόταν με τον θάνατο, στέλνει μηνύματα και δημιουργεί ερωτήματα όπως εάν τα ζώα -κι ας περιοριστούμε σ’ αυτά που είναι κοντά στον άνθρωπο- έχουν συνείδηση όχι ως ενστικτώδη κίνηση και μιμητική, αλλά καθαρότατη ηθική συνείδηση, οδηγημένα από συναισθήματα. Απολαύστε το. Εύχομαι και του χρόνου.

***

Ο αραπάκος του Μετώπου

Με την έναρξη του Ελληνο-ιταλικού πολέμου του ’40-’41 χιλιάδες Έλληνες επιστρατεύτηκαν για να υπερασπισθούν, μαζί με τον τακτικό μας στρατό, την ελευθερία και την τιμή της πατρίδας μας, την οποία τόσο ιταμά και βάναυσα επεχείρησαν να προσβάλουν οι ιταλικές στρατιές του μελανοχίτωνα Μουσολίνι.

Την ίδια περίοδο επιτάχτηκαν, λόγω πολέμου, και χιλιάδες μουλάρια τα οποία προστέθηκαν σε αυτά που συντηρούσε ο εθνικός μας στρατός για τις ανάγκες του.

Υπολογίζουν ότι συνολικά εκείνη την περίοδο ο ελληνικός στρατός διέθετε παραπάνω από 100 χιλιάδες μουλάρια, ενώ, όπως απεδείχθη εκ των υστέρων, ο ιταλικός δεν διέθετε ούτε τα μισά. Αυτή η διαφορά συνέβαλε ώστε οι μονάδες του Μετώπου να εφοδιάζονται γρηγορότερα και αποτελεσματικότερα σε πολεμικό υλικό, έναντι των Ιταλικών, μια και τα ελληνικά μουλάρια ήσαν εξοικειωμένα με τα κακοτράχαλα βουνά της πατρίδας μας -και εν προκειμένω και της Ηπείρου- αφού και τα περισσότερα προέρχονταν από ορεινές περιοχές με τις γνωστές κακοτοπιές τους.

Την ευθύνη των όπλων, ως γνωστόν, είχαν αναλάβει κυρίως αξιωματικοί και στρατιώτες, ενώ την ευθύνη των μεταφορών, εκεί που δεν υπήρχαν αυτοκινητόδρομοι – και τότε ήσαν ελάχιστοι -είχαν αναλάβει οι ημιονηγοί με τα μουλάρια τους και οι ηρωίδες γυναίκες της Ηπείρου.

Οι ημιονηγοί ήσαν γνωστοί και με την προσωνυμία μουλαράδες. Η προσωνυμία όμως αυτή δεν σήμαινε καμιά υποτίμηση της ειδικότητάς τους και της εθνικής προσφοράς τους.

Ίσα-ίσα, όπως καταγράφηκε μετά τη λήξη του πολέμου από αξιωματικούς και στρατιώτες των «πρόσω», από πολεμικούς ανταποκριτές και ιστορικούς εκείνης της περιόδου, αλλά και μεταγενέστερους, η «σύνθεση και εγγραφή» του αθάνατου έπους ’40-’41 στις λαμπρές σελίδες της Ιστορίας μας, συντελέστηκε και με τη συμβολή των μουλαριών.

Τα μουλάρια είχαν τους ημιονηγούς τους που προέρχονταν κυρίως από γεωργο-κτηνοτροφικές περιοχές και ήξεραν να διαχειρίζονται φιλικά τους «συναγωνιστές» τους στο Μέτωπο.

Ανάμεσα στους ημιονηγούς ήταν και ο μακαρίτης ο πατέρας μας, ο οποίος είχε αποκτήσει τόσο φιλική σχέση με το μουλάρι που του εμπιστεύτηκαν, τον Αράπη, με μαύρο και στιλπνό τρίχωμα, που τον αποκαλούσε χαϊδευτικά αραπάκο! Με αυτό το όνομα τον γνωρίσαμε νοερά, ο αδελφός μου και εγώ, και τον αγαπήσαμε σαν πρόσωπο της οικογένειάς μας, με βάση τη διήγηση του επανακάμψαντος από το Μέτωπο πατέρα.

Εκείνο που δεν θα ξεχάσουμε από τη διήγησή του, σχετικά με τον αραπάκο, είναι η στάση, η συμπεριφορά του αραπάκου, όταν σε μια αποστολή τους, ημέρα που χιόνιζε ελαφρά, βρέθηκαν δίπλα στο πτώμα ενός σκοτωμένου μουλαριού. Εχθρική οβίδα τού είχε κόψει σχεδόν πέρα για πέρα τον λαιμό και το χιόνι ξεδίπλωνε σιγά-σιγά το νεκροσάβανό του για να σκεπάσει το άψυχο σώμα του.

Εκείνη τη στιγμή, έλεγε ο μακαρίτης ο πατέρας μας, συγκλονίστηκε από την αντίδραση του αραπάκου, ο οποίος στύλωσε τα πόδια κάτω και κοιτάζοντας τον νεκρό συνάδελφό του χλιμίντρισε 2-3 φορές τόσο γοερά – έβγαλε μια κραυγή πόνου – που σου σπάραζε την καρδιά.

Ο πατέρας μας, που πάντα τον χάιδευε και τον περιποιόταν, τούτη τη φορά κατάλαβε τον ιδιαίτερο πόνο του και ανοίγοντας τα χέρια του αγκάλιασε το κεφάλι του αραπάκου και το κρατούσε στοργικά ανάμεσά τους. Ο αραπάκος στήριξε το κεφαλάκι του και «φώλιασε» στο στήθος του πατέρα μας, στο μέρος της καρδιάς. Μια καρδιά άκουγε τους χτύπους μιας άλλης καρδιάς!

Συγκινήθηκε ο πατέρας μας και μετέδωσε τη συγκίνησή του και σ’ εμάς.

Συνέχισε να κρατάει προστατευτικά το κεφάλι του αραπάκου, χαϊδεύοντάς το, ενώ εκείνος παρέμενε ακουμπισμένος στο στήθος του βυθισμένος στις δικές του σκέψεις… Σε μια στιγμή απομάκρυνε το κεφάλι του από το στήθος του πατέρα μας, τον κοίταξε κατάματα, και δυο χοντρά δάκρυα κύλησαν από τα μεγάλα μάτια του. Δάκρυσε και ο πατέρας, όπως μας διηγήθηκε, και έσκυψε και ξαναφίλησε τον αραπάκο στο μέτωπο. Κάποιος γραμματιζούμενος ίσως παρομοίαζε τα δάκρυα και των δύο ως χοή-σπονδή στον νεκρό.

Ο αραπάκος ξαναχλιμίντρισε 2-3 φορές λυπητερά και πονεμένα -ήταν ο τελευταίος αποχαιρετισμός στον νεκρό συνάδελφό του- και ξεκίνησε και πάλι, χωρίς καμιά παρότρυνση του πατέρα μας, για την εκτέλεση της ιερής προς την πατρίδα αποστολής τους.

Τον αγάπησε πολύ τον αραπάκο ο πατέρας. Το έδειχνε η συγκινητική αναφορά του στο όνομά του. Πολλές φορές μοιραζόταν μαζί του τις τριμμένες «γαλέτες» και την κουραμάνα του. Ήταν ο αραπάκος ένα μουλάρι καλόγνωμο, φιλότιμο, μουλάρι με αισθήματα, έλεγε.

Μετά την κατάρρευση του Μετώπου, εξαιτίας της εισβολής στη Χώρα μας ενός άλλου παράφρονα (του Χίτλερ), ο πατέρας παρέδωσε τον αραπάκο σε κάποιο στρατόπεδο των Ιωαννίνων, όπου ήσαν συγκεντρωμένοι και άλλοι «αραπάκοι». Τον χάιδεψε, του έξυσε το κεφάλι ανάμεσα στ’ αυτιά του – ένα ξύσιμο που τόσο αρέσει σε όλα τα οικόσιτα ζώα – και τον φίλησε στο μέτωπο, λέγοντάς του: - Γεια σου, αραπάκο. Και τα μάτια του βούρκωσαν…

Ο αραπάκος, λες και κατάλαβε ότι αυτός θα ήταν ο μεταξύ τους τελικός αποχαιρετισμός τον κοίταξε κατάματα και ξύστηκε χαϊδευτικά στο στήθος του. Ήταν σαν να του έλεγε:
- Ηλία, σε ευχαριστώ για την αγάπη και την κατανόηση που μου έδειξες στο διάστημα που συνυπηρετήσαμε την πατρίδα. Πήγαινε στο καλό!

Αυτός με λίγα λόγια ήταν ο αραπάκος του Μετώπου που, μετά από τη διήγηση του πατέρα μας, συγκίνησε τον αδελφό μου και εμένα. Ίσως να συγκινήσει και κάποιον από τους αναγνώστες του παρόντος σημειώματος.
- Αραπάκο, είχες ψυχή και καρδιά. Είχες αισθήματα. Δόξασες κι εσύ την Ελλάδα όπως και χιλιάδες άλλοι συνάδελφοί σου. Γι’ αυτό και οι ιστορικοί επεσήμαναν τη μεγάλη συμβολή σας στο έπος του ’40-’41.

Σε κάθε επέτειο του έπους ’40-’41, αραπάκο, θα θυμόμαστε με ιδιαίτερη συγκίνηση και ευγνωμοσύνη, και εσένα και τους άλλους αραπάκους, μαζί με τους ημιονηγούς τους, αλλά και όλους, όσους, στα «πρόσω και στα μετόπισθεν» συνέγραψαν το αθάνατο έπος. Η αναφορά στη μνήμη σας σηματοδοτεί για μας ένα ενθύμημα ιστορίας, δόξας και διδαχής. Κεράκι στην προσφορά σας!

Αιωνία σας η μνήμη!

Ιωάννης Ηλ. Νικολακόπουλος

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Mikel_new-opening

Πρόσφατα Νέα

Η δική σας είδηση