Πριν απ’ το νοσοκομείο οι μέρες, οι ώρες, προχωρούσαν βαρειές, δύσκολες. Αγωνία, απόγνωση σχεδόν. Ερωτήματα θέριευαν, περισσότερο τις νύχτες. Την ημέρα την παλεύεις, η νύχτα όμως είναι μαχαιριές στην πλάτη. Οι κακές ειδήσεις για άλλους χειρουργημένους πλάκωναν την ψυχή. Ως και ο γιατρός που με παρακολουθούσε σαν άκουσε ότι τον αγνόησα κατά κάποιο τρόπο ή έτσι το εξέλαβε και πάω σε παραπάνω χειρουργικό κέντρο, είπε αυστηρά ότι αυτές οι εγχειρήσεις καμμιά φορά έχουν δυσάρεστα αποτελέσματα… Έτσι τις ημέρες που προηγήθηκαν, ώρες ώρες ήμουν σαν πεθαμένος.
Άνοιξα τον Όμηρο, την Οδύσσεια στη ραψωδία Υ, εκεί που ο Οδυσσέας έχει φθάσει στο νησί του, κανένας δεν τον αναγνωρίζει και άρχισα να διαβάζω: στον πρόδομο κοιμόταν, που κάτω έστρωσε ακατέργαστο δέρμα βοδιού, και αφού εκοιμήθη η Ευρυνόμη του έριξε πάνω μια χλαίνη. Βλέποντας από εκεί ο Οδυσσέας την κατάσταση που επικρατούσε, τις γυναίκες που με τους μνηστήρες έσμιγαν πριν να διαβαίνουν και η μια στην άλλη να σκορπίζουν γέλια και ευφροσύνη, ορθώθηκε στα στήθη του θυμός να τις θανατώσει ή να τις αφήσει να σμίγουν με τους υπερφίαλους μνηστήρες για τελευταία φορά και η καρδιά του σα σκυλί αλυχτούσε. Έτσι αγανακτούσε για τα κακά έργα.
Και τότε ήταν, γράφει «ο ποιητής των θεών και ο θεός τον ποιητών» που χτύπησε το στήθος του και μάλωσε την καρδιά του. (Στῆθος δὲ πλήξας κραδίην ἠνίπαπε μύθῳ) λέγοντας: Τέτλαθι δὴ κραδίη. Και κύντερον ἄλλο πότ’ ἔτλῃς. (=βάστα καρδιά, κάποτε άντεξες άλλο πιο τρομερό). Πότε άλλοτε; Και δίδει την απάντηση: την ημέρα που ο ακατάσχετος σε μανία Κύκλωπας έτρωγε τους συντρόφους μου, εσύ καρδιά μου τολμούσες μέχρι που η σκέψη σε έβγαλε από το άντρο ενώ νόμιζες πως έρχεται και η δική σου σειρά να πεθάνεις.
Όταν πρωτοείδα αυτούς τους στίχους στον Όμηρο είπα: να ένα κομμάτι για τις δύσκολες ώρες και από τότε τέτοιο έμεινε στην καρδιά. Φωτεινός φάρος. Σαν που πέφτεις σε ένα βαθύ και επικίνδυνο και άγριο ποτάμι και πρέπει να βγεις πέρα. Να αντιμετωπίσεις την ορμή του και όλες τις δίνες και τα φίδια και τα στοιχειά που θα συναντήσεις. Και το είχα παρέα στις δύσκολες ώρες. Αποτελούσε για μένα λύτρωση. Ένας στίχος πηγή του μεγάλου μας ποιητή να τον πάρεις και να αντλείς δύναμη κάθε φορά. Στίχος να σε κρατήσει όρθιον, να σε εμψυχώσει, να σε οπλίσει θάρρος, να σε παρηγορήσει στις πολύ δύσκολες στιγμές.
Άντεξε λοιπόν, τέτλαθι καρδιά μου, λέει ο Οδυσσέας, αφού προηγουμένως έχει χτυπήσει το στήθος του και την έχει μαλώσει την καρδιά του, την καλεί να αντέξει. [Τέτλαθι, μεγάλο ρήμα της γλώσσας πλοηγού που οδηγεί τον κόσμο το τλάω -ῶ, που χρησιμοποιούν οι ιστορικοί, οι φιλόσοφοι και περισσότερο οι τραγικοί ποιητές. Και από εδώ ο τλήμων, ο τάλας, ο Άτλας, ο πολύτλας, ο Τάνταλος, το αντλώ, το ταλέντο, ο ατάλαντος και πλείστα άλλα. Και σημαίνει το τλάω -ῶ ανέχομαι, υπομένω κόπους και δυσκολίες, καρτερώ. Δεν έχει σχέση με το σωματικό βάρος όπως το φέρω, αλλά αναφέρεται στην καρτερική ψυχή και καρδιά. Όσο για το κραδίη είναι ιωνικός τύπος αντί καρδίη (καρδία)]
Συνταρακτικά πράγματα. Μεγάλες φιλοσοφίες τρανταχτές. Λένε ότι η Οδύσσεια δεν έχει μεγάλες πράξεις ηρωικές όπως η Ιλιάδα. Δεν συμφωνώ, διότι η Οδύσσεια έχει πράγματα ασύλληπτα. Και στα παιδιά πρέπει να προσφέρουμε αυτά που μαγνητίζουν. Εκείνα που βρίσκεται η μεγαλοπρέπεια των ανθρώπων, της ζωής. Και ο δάσκαλος να τα αναπτύσσει. Ποιο μάθημα θα φτιάξει τα παιδιά; Τα κόμματα, οι μολότοφ; Ξεφύγαμε όμως.
Δυστυχώς χωρίς στενοχώριες, είπα, δεν έχει νόημα η ζωή. Πόλεμος είναι και το να λιποτακτήσεις δεν είναι λύση. Και θυμήθηκα τον Λογοθετίδη στη μεγάλη ταινία «Ένας ήρωας με παντόφλες». Εκεί που λέει στον αρραβωνιαστικό της κόρης του: είσαι λιποτάκτης και ο λιποτάκτης είναι και στη ζωή και στον πόλεμο λιποτάκτης και δεν αξίζει τίποτα.
Έτσι και τώρα. Τέτλαθι δη κραδίη, πρέπει να αντέξεις καρδιά μου κι αυτή τη δοκιμασία. Πέσε στη μάχη κι όταν βρεθείς εκεί μέσα θα δυναμώσει και η ψυχή. Η ποιότητα του λόγου κρύβεται από το πόση αλήθεια περιέχει. Και ο Όμηρος είναι αλήθεια καθαρή. Ο Όμηρος που έχει απαντήσεις για όλα τα δύσκολα όλων των ανθρώπων. «Ο ποιητής, λέει ο αγαπημένος μου Φώτης Βαρέλης, που δείχνει σαν αστέρι μέσα στο σκοτάδι τη μοίρα των ανθρώπων όλης της γης. Η πηγή, η δεξαμενή, η προζύμη κάθε ελληνικού στον κόσμο».
Πρέπει ο άνθρωπος να παίρνει μαθήματα απ’ αυτά τα κείμενα και να τα εφαρμόζει στη ζωή. Αν δεν γίνονται μαθήματα δεν έχουν κανένα νόημα, καμμιά αξία. Τι να τις κάνω τις φιλοσοφίες όταν δεν τις εφαρμόζουμε; Η φιλοσοφία είναι η τέχνη του να ζεις έλεγαν οι Λατίνοι και έχει αξία όταν την εντάσσεις στη ζωή. Και θυμήθηκα και το Σωκράτη που θα έπινε το κώνειο και θα πέθαινε και ο μαθητής του ο Κρίτωνας πήγε πρωί πρωί στο δεσμωτήριο και τον βρήκε και κοιμόταν του καλού καιρού. Γιατί λοιπόν κι απ’ αυτό να μην παραδειγματιστούμε; Ή από τον Ιησού Χριστό που τι υπέφερε άδικα και υπέμεινε. Ή τι να λένε και οι δύστυχες μαννάδες που έχασαν τα παιδιά τους στα Τέμπη! Και πόσες άλλες συμφορές καθημερινά. Ας μην παραπονιόμαστε λοιπόν.
Ύστερα ποιος ξέρει αν θα ζήσουμε, όσα χρόνια ζήσουμε από εδώ και πέρα, τί θα υποφέρουμε κι αν θα είναι καλλίτερα ή χειρότερα και πόσο από ό,τι σήμερα. Και όλα αυτά με όπλισαν με δύναμη. Φαίνεται ότι στις δύσκολες ώρες ο ίδιος ο εαυτός μας, ο εγκέφαλός μας δίνει δύναμη. Τέτλαθι δη κραδίη μοι είπα άλλη μια φορά και έτοιμος αναχώρησα.
Υστερολόγιο: Εκεί στο κρεββάτι του πόνου, στον ίδιο θάλαμο, γνώρισα έναν πραγματικά υπέροχον άνθρωπον, ομοιοπαθή από τα Γιάννενα. Το όνομά του Οδυσσέας Κιτσάκης. Λένε ότι οι μεγάλες και ακατάλυτες φιλίες πιάνονται όταν είμαστε νέοι. Αυτή ήρθε στα γηρατειά και θα κρατήσει όσο θα ζω. Ο άνθρωπος αυτός ξέρει από τον πόνο να βγάζει φως. Και αν από τον πόνο βγάζεις φως τότε πια είσαι πραγματικός άνθρωπος. Ολόκληρος ζωντανή ιστορία και μια φιλοσοφία. Ήξερε να παρηγορεί, να εμψυχώνει, να ενθαρρύνει. Και όποιος τέτοιες στιγμές βρίσκει τη δύναμη να παρηγορεί τον άλλον, καίτοι είναι ο ίδιος στο κρεββάτι του πόνου, τότε μικρόν θεόν τον λογαριάζω, αφού «Θεός, λέει ο ποιητής, δεν είναι η γλώσσα, δεν είναι η Φυλή, δεν είναι η Θρησκεία, δεν είναι ο Νόμος και η Λατρεία, αλλά Θεός είναι η Παρηγοριά που τη δίνεις σ’ αυτόν που έχει ανάγκη και τη ζητάει». Ευχαριστώ τη μοίρα που τον έφερε στη ζωή μου.