
Είναι μια λεξούλα, δυο γραμματάκια μόνο, το εὖ. Τα λεξικά γράφουν πως είναι επίρρημα και σημαίνει καλώς, ευτυχώς, ορθώς, ευλόγως, ακριβώς. Και με το άρθρο γίνεται ουσιαστικό που σημαίνει το ορθόν, το δίκαιο, την αφθονία, την ευτυχία, την ευκολία, την ευδαιμονία, την ομορφιά, την ουσία. Όλα αυτά σημαίνει το εὖ. Και καλά το ομο, το ημι, το δυσ, το τηλε, το ερι, το ζα, το νη, οι προθέσεις (προ παντός οι 18 κύριες), το φιλο, το πολυ, το παν και τόσα άλλα αγκωνάρια της γλώσσας μας, αυτό το εὖ ήθελα νά ’ξερα πώς βρέθηκε. Ποιός και πότε το ανακάλυψε. Που πιο μεγαλοπρεπής, περιεκτική σύντομη και ταυτόχρονα ταπεινή λέξη της ατέλειωτης Ελληνικής γλώσσας, που πλουτίζει γλώσσα και ψυχή και όπου μπει ζωγραφίζει, ομορφαίνει, πιστεύω δεν υπάρχει σε καμμία άλλη γλώσσα. Και πώς περπάτησε στο διάβα της Ιστορίας ώστε έφθασε να σημαίνει τόσα πολλά. Να: Στη φράση «οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ ἄλλ’ ἐν τῷ εὒ τὸ πολύ» δηλαδή η ομορφιά, η ουσία δεν κρύβεται στο πολύ αλλά όλα βρίσκονται μέσα στο καλό, που γοητεύει στο στριφογύρισμά της (όταν την ακούω μού ’ρχεται να πετάξω), απλό επίρρημα σας φαίνεται; Ή στην εντολή «τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα σου ἵνα εὖ σοι γένοιτο…» (= για να ευτυχήσεις) πάλι επίρρημα; Και πιο πέρα: Στη φράση του Μ. Αλεξάνδρου για τον Αριστοτέλη «εἰς τοὺς γονεῖς μου ὀφείλω τὸ ζῆν εἰς δὲ τὸν διδάσκαλόν μου τὸ εὖ ζῆν» (= την ευτυχία, την ευδαιμονία) κι εδώ επίρρημα;
Για ’μένα η πιο μαγική λέξη, η πιο λαμπερή είναι το εὖ. Διαμάντι στο δαχτυλίδι της γλώσσας. Και σ’ αυτή, τα σοβαρά λεξικά αφιερώνουν τρεις και τέσσερες σελίδες. Και χιλιάδες λέξεις με πρώτο συνθετικό το εὖ, η μία ομορφότερη απ’ την άλλη. Ολόκληρο λεξικό κάνει κανείς με λέξεις που την έχουν ως πρώτο συνθετικό. Αλήθεια, πού είναι οι μεγάλοι καθηγηταί να μιλήσουν γι’ αυτά; Τα πανεπιστήμια, η Ακαδημία να μαζέψουν αυτές τις λέξεις της αρχαίας και της νέας ελληνικής και να τις αναλύσουν. Να φέρουν παραδείγματα, εικόνες. Λέξεις, που δεν εξαντλούνται, όπως: ευαγγελίζομαι, ευαγγέλιο, ευαισθησία, εύανδρος, ευγνώμων, ευδαίμων, ευδία (καλοκαιρία), ευδιάθετος, ευνομία, ευποιία (αγαθοεργία), ευπρέπεια, εύελπις, ευθύνη, ευκλεής, ευκοσμία, ευκρασία, ευλογία, ευχή, ευψυχία, ευωδιάζω, ευφροσύνη, εύγε κλπ, κλπ, κλπ. Δύο χιλιάδες εκατόν είκοσι έξι (2126) λέξεις μέτρησα στο λεξικό της αρχαίας ελληνικής με πρώτο συνθετικό το εὖ, η μία καλλίτερη από την άλλη. Της νέας ελληνικής πολύ ολιγότερες και οι περισσότερες ίδιες και με ίδια σημασία με της αρχαίας.
Αλλά και μέσα στη λέξη βρίσκουμε το εὖ, όπως πανευτυχής, πανευκλεής, πανεύσπλαχνος, πανευγενής, πανευδαίμων, πανεύδοξος, πανευεργέτης, πανεύμορφος και άλλες. Που αν τις μαζεύαμε θα προσφέραμε μεγάλη ευεργεσία. Θα δίδαμε στη νεολαία μας αιτία, αφορμή, σκοπό να υπάρχει.
Είπα ευεργεσία, ευεργέτης. Ευ και έργον δηλαδή κάνω καλά έργα για το κοινό καλό, όχι μόνον υλικά αλλά και πνευματικά, χωρίς να περιμένω ανταλλάγματα. Αυτός ο ευεργέτης (αντίθετο κακεργέτης). Άραγε η επίσημη πολιτεία τιμά τους ευεργέτες; Έδειξε το δρόμο στις νέες γενιές να μοιάσουν στους φωτεινούς αυτούς ανθρώπους;
Ας πάρουμε, ενδεικτικά μόνον, άλλες δύο λέξεις με το εὖ και ας προσπαθήσουμε να τις προσεγγίσουμε. Πρώτα τη λέξη ευ-τυχία. Τί είναι η ευτυχία; Πώς θα τη βρω; Και ευτυχής να είναι αυτός που έχει καλή τύχη (καλότυχος). Δεν τον βρήκε βαρειά αρρώστια αθεράπευτη. «Είχε παιδιά ωραία και ενάρετα, που τα είδε να αποκτούν και εκείνα παιδιά, που τον τιμούσαν κι αυτά και η γυναίκα του, ζούσε μέσα σε ψυχική γαλήνη (ἐν εὐεστοῖ φίλῃ) και πέθανε για την πατρίδα». Αυτό το κριτήριο, η λυδία λίθος για να είναι κάποιος ευτυχής κατά τον Σόλωνα. Με μια λέξη ευτυχία είναι η καλή τύχη, οι καλές συμπτώσεις και ας ευχηθούμε κι ας προσπαθούμε μ’ αυτό ως κριτήριο να την κατακτήσουμε.
Είπα να ευχηθούμε. Επί τη ευκαιρία ας αναφερθούμε στην υπέροχη λέξη ευχή και προσευχή. Που είναι, η προσ- ευχή, ευχή ουσιαστική προς αυτό που δεν καταλαβαίνουμε, προς το άγνωστο, τον Θεό, το μέγα μυστήριο.
Ευχή λοιπόν είναι η προσευχή προς τη μυστηριώδη δύναμη που μας έφερε εδώ και συνέχει τα πάντα. Και απ’ ό,τι ξέρω άλλη γλώσσα δεν την έχει τη λέξη. Και πρώτη φορά είδα την προσευχή ως λέξη τόσο όμορφη και έπρεπε να γίνω εβδομήντα τόσων χρόνων για να δω αλλιώς και τη ζωή μέσω της λέξης. Και για χιλιοστή φορά είπα ότι αφού δεν διδασκόμαστε ετυμολογία των λέξεων της Ελληνικής δεν διδασκόμαστε τίποτα. Και άμα το παιδί ξέρει τη λέξη θα κάνει και προσευχή. Αφήστε πια αυτή καθ’ εαυτήν τη λέξη ευχή.
Από το εὖ ξεκίνησε σίγουρα, το καλό, το ωραίο και το ρήμα έχω. Ευ + έχω λοιπόν. Δηλαδή έχω και επιζητώ το καλό. Όλα κατ’ ευχήν λέμε άλλωστε, να πάνε προς το καλό. Μπορεί να μην είναι έτσι αλλά εγώ έτσι το νοιώθω και μ’ αρέσει. Η ψυχή το θέλει. Κι άμα το θέλει η ψυχή το ευ+έχω, έχει και λογική. Ως συστατικό στοιχείο πάντως θα ήθελα να υπάρχει στη λέξη ευχή το ρήμα έχω. Ύστερα έτσι δουλεύω με τις λέξεις της γλώσσας μας. Όχι μόνο με τη λογική αλλά και με την ψυχή. Κι ας ήταν να μιλήσει κάπως έτσι η φιλοσοφία που είναι προβληματισμός, αντί να διδάσκουν άσχετα. (Συστήματα, θεωρίες, τί είπε ο ένας κι ο άλλος, παπαγαλίες).
Και αφού τίποτα δεν ξέρουμε και όλα είναι μάταια και προσωρινά, παίζω με αυτά για να αντλώ δύναμη. Και ξεχνιέμαι με τις λέξεις όπως ξεχνιόμαστε με ένα ποτήρι κρασί. Και αν τις προσέχαμε (προσοχή = προς+έχω τον νουν), εδιδάσκετο το ετυμολογικό θα φτιάχναμε σίγουρα και αλλιώτικους ανθρώπους. Το μυαλό δεν γεννιέται έτοιμο, αλλά εξαρτάται από το τί θα του βάλουμε μέσα. Και από το να διδάσκονται κάτι δημοκρατίες, επαναστάσεις, ισότητες, μπούρδες – ποια ισότητα άραγε – να στοιβάζουμε σαχλαμάρες και να πυροβολούμε τα μυαλά των παιδιών, η ετυμολογία, δηλ. η εύρεση του αληθινού νοήματος κάθε λέξης, θα προσέφερε ουσιαστική βοήθεια. Θα αποτελούσε βάση για τα περαιτέρω. Θα μπορούσαμε τουλάχιστον να συνεννοηθούμε, που αδυνατούμε σήμερα κι ο καθένας λέει ό,τι θέλει.
Και πρέπει να νοιώθουμε τις λέξεις. Ό,τι παρουσιάζεται να μπορώ να το σκαλίσω, να πλουτίσω τη διάνοιά μου. Την ψυχή άλλωστε, τα συναισθήματα τα φτιάχνει η διάνοια και γι’ αυτήν κάποτε θα πούμε δυο λόγια. Έτσι, επαναλαμβάνω, αν υπήρχε ανάλογο μάθημα να μας παροτρύνει θα φτιάχναμε αλλιώτικους ανθρώπους, και όλοι θα προσεύχονταν αν εγνώριζαν τη λέξη. Όχι από θρησκευτικό φανατισμό – ο φανατισμός είναι ξένος με την προσευχή – ή θρησκευτική αγκύλωση, αλλά αληθινή γνώση. Αφού η προσευχή δεν είναι υποδούλωση στο Θεό, αλλά ευχή και παράκληση ταπεινή να γυρίσει ο Θεός να μας κυττάξει. Και τότε μπορεί να αποκτήσει η ζωή ενδιαφέρον.
Κι αν πάμε στη δέηση (δέομαι, δέος. Έχει κι ο Καβάφης ένα σπουδαίο ποίημα με τίτλο «Δέησις»), στην ικεσία (ικετεία την έλεγαν πιο σωστά οι αρχαίοι, ικετεύω άλλωστε είναι το ρήμα) λέξεις δυνατές και αντιπροσωπευτικές, που τις αγνοούμε, τις προσπερνάμε και κάποτε τις ποδοπατάμε, δεν γίνεται παρά να είμαστε καλλίτεροι.
Και η απορία μου, που θα μείνει απορία, είναι πώς φτιάχτηκαν αυτές οι χιλιάδες λέξεις με πρώτο συνθετικό το εὖ. Και είναι σαν αντικείμενα. Σαν κάθε μία να είναι κάτι υπαρκτό, λαμπερό και όχι απλή λέξη. Από το τίποτα έγιναν οντότητες. Και δεν είναι πια λέξεις, αλλά χέρια που σε ακουμπάνε, τα ακουμπάς και σε χαιρετούν.