«Τσιμπημένο» συγκριτικά με πέρυσι είναι το κόστος του φετινού χριστουγεννιάτικου τραπεζιού, σύμφωνα με την ετήσια έρευνα του Ινστιτούτου Εμπορίου και Υπηρεσιών της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ), κάτι που σημαίνει πως οι καταναλωτές θα χρειαστεί να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη. Μάλιστα, εκτιμάται ότι το κόστος των συναθροίσεων των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς θα είναι το ακριβότερο της τελευταίας 20ετίας, συνέπεια του κύματος ακρίβειας, που μεταφράζεται σε «αλμυρές» πρώτες ύλες κι ανατιμήσεις τον τελευταίο χρόνο.
Συγκεκριμένα, ο υπολογισμός του κόστους για το φετινό χριστουγεννιάτικο τραπέζι (6-8 ατόμων) κυμαίνεται από 92,55 έως 127,07 ευρώ, δηλαδή καταγράφεται αύξηση της τάξης του 11,6% έως 12,1% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τραπέζι του 2021.
Από την ΕΣΕΕ διευκρινίζεται ότι οι τιμές των προϊόντων είναι ενδεικτικές και επιχειρούν να χαρτογραφήσουν τη γενική κατανομή τιμών και την εικόνα της αγοράς.
Σημειώνεται ότι για λόγους συγκρισιμότητας των δεδομένων, με τις προηγούμενες ετήσιες έρευνες του ΙΝΕΜΥ για την εκτίμηση του κόστους του γιορτινού τραπεζιού, δεν έχουν συμπεριληφθεί κάποια προϊόντα που εντάσσονται στο «εορταστικό καλάθι».
«Ανεμικό» κλίμα
στη Σπάρτη
Υποτονική περιγράφεται, μέχρι στιγμής, από τους παράγοντες της αγοράς η καταναλωτική κίνηση στη Σπάρτη, καθώς δεν έχει παρατηρηθεί η αναμενόμενη τόνωση στην προσέλευση και τον τζίρο των εμπορικών και άλλων επιχειρήσεων. Η εν εξελίξει ελαιοκομική περίοδος, εκτιμάται από τους επιχειρηματίες, πως ίσως παίζει ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της περιορισμένης πελατείας, καθώς η «καλή παραγωγική χρονιά» φαίνεται ότι έχει απορροφήσει στις αγροτικές εργασίες ένα σημαντικό τμήμα του ντόπιου πληθυσμού. Βέβαια, όπως έχει καταδείξει η εμπειρία των προηγούμενων ετών, οι αγορές κλιμακώνονται την τελευταία στιγμή, επομένως κάθε πρόβλεψη και συμπέρασμα κρίνονται παρακινδυνευμένα.
Π. Φλώρος: «Δεν είμαστε
στο επιθυμητό επίπεδο»
Διαφορετική κατάσταση στη αγορά ανέμενε αυτή την περίοδο ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Σπάρτης, Παναγιώτης Φλώρος, ο οποίος μιλώντας στον «ΛΤ» τονίζει: «Περίμενα καλύτερη την κίνηση, δεν είναι ζωηρή έως τώρα. Η αγορά είναι καλή, όμως όχι στο επιθυμητό επίπεδο. Ο κόσμος δεν κάνει πλέον μεγάλα τραπέζια». Συμπληρώνει δε: «Μετά από δύο χρόνια πανδημίας, οικονομικών δυσκολιών κλπ, είχαμε προσδοκία για βελτιωμένο κλίμα. Βέβαια, ίσως ο κόσμος να έχει δώσει βαρύτητα στη συγκομιδή της ελιάς».
Σύμφωνα με τον ίδιο, η ακρίβεια έχει βαρύνει το κλίμα κι ένα «γεμάτο» εορταστικό τραπέζι θα απαιτήσει ένα κόστος μεταξύ 100-120 ευρώ, δηλαδή εμπεριέχει επιβάρυνση περίπου 20% συγκριτικά με πέρυσι. «Προϊόντα όπως τα τυροκομικά, το λάδι, το κρέας κ.ά. έχουν σημαντική αύξηση τιμών, όπως και κάποια οπωροκηπευτικά», υποστηρίζει ο Π. Φλώρος.
Σε ό,τι αφορά τον κλάδο ένδυσης-υπόδησης, ο επικεφαλής του Εμπορικού Σπάρτης εκτιμά πως «παρουσιάζει σοβαρό πρόβλημα, με σημαντική πτώση του τζίρου», καθώς «έχει εξακτινωθεί η πίτα της αγοράς μεταξύ μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων». Στον κλάδο των παιχνιδιών, ο κ. Φλώρος λέει ότι «τα συγκεκριμένα προϊόντα θα τα αγοράσουν όλοι για τα παιδιά, απλώς θα περικόψουν το εύρος της κατανάλωσης».
Τέλος, ο ίδιος ευελπιστεί ότι από την Άνοιξη «θα έρθουν καλύτερες ημέρες και θα βελτιωθεί η εικόνα της αγοράς».
Ν. Ανούσος: «Μέτρια η κίνηση
στα κρεοπωλεία»
Για μέτρια κίνηση στην αγορά του κρέατος, έως και τις παραμονές των Χριστουγέννων, κάνει λόγο ο πρόεδρος της Ένωσης Κρεοπωλών Σπάρτης, Νίκος Π. Ανούσος. Αναφορικά με τις τιμές, λέει ότι τα πουλερικά (συμπεριλαμβανομένης της γαλοπούλας), όπως και το χοιρινό και το μοσχάρι καταγράφουν επιβάρυνση που κυμαίνεται σε γενικές γραμμές μεταξύ 1-2 ευρώ.
Το αντίτιμο για αρνί και κατσίκι παραμένει στα ίδια σχετικά επίπεδα, ενώ οι καταναλωτές ψωνίζουν αυτή την περίοδο ρολά χοιρινού-κοτόπουλου-γαλοπούλας κλπ.
Σύμφωνα με τον κ. Ανούσο, πάντως, την μεγαλύτερη άνοδο τιμής παρουσιάζει το μοσχαρίσιο κρέας.
Σπ. Ζαχαρόπουλος:
«Σταθερές τιμές, πεσμένος τζίρος»
Αμετάβλητες παραμένουν οι τιμές στα οπωροκηπευτικά στην περιοχή της Σπάρτης, σύμφωνα με το μέλος του Συλλόγου Οπωροπωλών Πωλητών Λαϊκών Αγορών Λακωνίας, Σπύρο Ζαχαρόπουλο, ιδιοκτήτη οπωροπωλείου 4ης γενιάς στη λακωνική πρωτεύουσα. «Οι τιμές διατηρούνται σε γενικές γραμμές σε σταθερά επίπεδα, όμως ο τζίρος είναι πολύ πεσμένος. Δεν υπάρχει αγοραστική δύναμη», επισημαίνει ο ίδιος.
Αναλυτικά, οι ενδεικτικές τιμές για ορισμένα προϊόντα αυτές τις ημέρες στη Σπάρτη:
Πατάτες: 0,9-1,2 ευρώ/κιλό
Ντομάτες: 1,7-2,2 ευρώ/κιλό
Μαρούλια: 0,8-1 ευρώ/κιλό
Λεμόνια: 1,3 ευρώ/κιλό
Λάχανα: 0,8-1 ευρώ/κιλό
Λάχανα (μωβ): 1 ευρώ/κιλό
Καρότα: 0,8-1,2 ευρώ/κιλό
Αγγούρια: 0,7-0,8 ευρώ/τμχ
Πιπεριές: 2 ευρώ/κιλό
Κάστανα: 4,5-7 ευρώ/κιλό
Μήλα: 1,7-2,2 ευρώ/κιλό
Πορτοκάλια: 0,7-0,8 ευρώ/κιλό
Μανταρίνια: 1,5 ευρώ/κιλό
Αχλάδια: 2-2,5 ευρώ/κιλό
Μπανάνες: 1,5-2 ευρώ/κιλό

Όπως εξηγεί ο Σπ. Ζαχαρόπουλος, το μόνο προϊόν που παρουσιάζει άνοδο της τιμής είναι οι πατάτες, που έχουν ανατιμηθεί κατά 20-25%. «Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει ποσότητα. Το κόστος παραγωγής πατάτας είναι υψηλό και αρκετοί δεν μπήκαν καν στη διαδικασία να καλλιεργήσουν».
Επίσης, ακριβότερα είναι και τα κάστανα λόγω της ασθένειας (μύκητας που έπληξε τους καστανεώνες συρρικνώντας την παραγωγή.
Το μέλος του Συλλόγου Οπωροπωλών Πωλητών Λαϊκών Αγορών Λακωνίας υπογραμμίζει, τέλος, ότι «δεν πρέπει να θεωρούν οι καταναλωτές ότι τα προϊόντα στα οπωροπωλεία είναι ακριβότερα συγκριτικά με τα σούπερ μάρκετ-πολυκαταστήματα».
Ν. Μάζης: «Αυξημένη η κίνηση,
δεν ψωνίζει όπως παλαιότερα ο κόσμος»
Αισιόδοξη εικόνα στον κλάδο αρτοσκευασμάτων μεταφέρει ο επικεφαλής της Συντεχνίας Αρτοποιών Λακωνίας, Νικόλαος Μάζης. «Παρατηρείται αυξημένη κίνηση συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια, έχει δυναμική η αγορά, καθώς επικρατεί μια σταθερότητα που αποτυπώνεται και στην ψυχολογία του κοινού». Ωστόσο, όπως εξηγεί, «οι πελάτες δεν ψωνίζουν όπως παλαιότερα».
Οι καταναλωτές επιλέγουν, ως είθισται, το χριστόψωμο και καθιερωμένα εορταστικά γλυκίσματα όπως τα μελομακάρονα και οι κουραμπιέδες, ενώ την τιμητική της θα έχει τις επόμενες ημέρες, λόγω και της Πρωτοχρονιάς, η παραδοσιακή βασιλόπιτα. «Οι τιμές παρουσιάζουν κάποια αύξηση, που όμως έχει συμπιεστεί στις περισσότερες περιπτώσεις. Αιτία είναι η άνοδος στις πρώτες ύλες, όπως το βούτυρο, η ζάχαρη κ.ά.».
Παρεμπιπτόντως, ο Ν. Μάζης επισημαίνει ότι παραμένουν αμετάβλητα τα δεδομένα της επιχειρηματικότητα της αρτοποιίας στη Σπάρτη κι ευρύτερα στη Λακωνία. Εν προκειμένω, όπως εξηγεί, «ενώ σε περιοχές της χώρας, καταστήματα που κλείνουν (πχ για οικονομικούς λόγους, συνταξιοδότηση κ.ά.) δεν επαναλειτουργούν, αυτό δεν συμβαίνει στην περιοχή μας», επισημαίνει ο πρόεδρος των αρτοποιών και διευκρινίζει: «Στη Σπάρτη υπάρχουν 17 φούρνοι και 52 σημεία πώλησης, που λειτουργούν σταθερά, χωρίς να καταγράφεται συρρίκνωση». Κατά τον ίδιο, «αυτό ίσως οφείλεται και σε έναν βαθμό στον τουρισμό. Οι επιχειρήσεις ανταπεξέρχονται γιατί υπάρχει κινητικότητα στην περιοχή».
Τέλος, ο Ν. Μάζης εκμυστηρεύεται πως τα αρτοποιεία δείχνουν και το κοινωνικό τους πρόσωπο με ενέργειες αλληλεγγύης στην τοπική κοινότητα: «Όλα τα καταστήματα βοηθούν όπου υπάρχει πρόβλημα, χωρίς να δημοσιοποιούν την προσφορά τους».
Γ. Γκουβάτσος:
«Άσχημη η κατάσταση, τεράστια τα έξοδα»
Για δυσμενές κλίμα την τρέχουσα περίοδο στην αγορά κάνει λόγο ο πρόεδρος του Συλλόγου Ιδιοκτητών Επιχειρήσεων Μαζικής Εστίασης Σπάρτης, Γιώργος Γκουβάτσος, ο οποίος ισχυρίζεται: «Η κατάσταση είναι από άσχημη έως τραγική και οι γιορτές δεν έχουν δώσει ακόμη το επιθυμητό αποτέλεσμα. Τα έξοδα είναι δυσβάσταχτα, τα λειτουργικά έξοδα έχουν ξεφύγει πλήρως. Οι οιωνοί δεν είναι καλοί. Υπάρχει κακή ψυχολογία». Βέβαια, όπως σημειώνει, «ευελπιστούμε να βελτιωθεί η εικόνα τις επόμενες ημέρες, αλλά μένει να φανεί». Ανασταλτικός παράγοντας, κατά τον ίδιο, είναι η ελαιοκομική περίοδος, που εκτυλίσσεται αυτό το διάστημα και σαφώς έχει αντίκτυπο και στην πελατεία των καταστημάτων. «Υπάρχει αισιοδοξία για αύξηση του εισοδήματος των καταναλωτών και τόνωση της κίνησης από τον Μάρτιο, αλλά το θέμα είναι τι κάνουμε ως τότε…».
Η προσέλευση στην εστίαση, σύμφωνα με τον κ. Γκουβάτσο, προσιδιάζει σε περίπου ίδια επίπεδα με την περασμένη χρονιά, ωστόσο «η ειδοποιός διαφορά είναι ότι έχει αυξηθεί κατά 70-80% το λειτουργικό κόστος», ενώ όπως εκτιμά «για να επανέλθουν τα έσοδα σε προ Covid επίπεδα, πρέπει να διπλασιάσουμε τις τιμές».




