Τα κάλαντα του μικρού Θωμά

Πέμπτη, 18 Δεκέμβριος 2014 19:29 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Τα κάλαντα του μικρού Θωμά

Ο μικρός Θωμάς ήταν ένα γειτονόπουλο που πήγαινε στη Δευτέρα Δημοτικού. Μοναχοπαίδι του Γιώργη και της Μαρίας. Ο πατέρας του, ένας μελαχρινός τύπος, λιγομίλητος και σεμνός, ήταν τεχνίτης ξυλουργός και η μάνα του μια μικρόσωμη κοπέλα με καστανά μαλλιά, δούλευε στο κομμωτήριο της Ανθούλας. Έμεναν σε μια γκαρσονιέρα του πρώτου ορόφου, σε μια παλιά λαϊκή πολυκατοικία. Δεν ήταν πλούσιοι, αλλά ούτε και φτωχοί! Περνούσαν καλά! Είχαν τον άρτον τον επιούσιον και δεν δυσκολεύονταν να τα βγάλουν πέρα με τις δυσκολίες της καθημερινότητας. Κι οπωσδήποτε δεν έλειπε τίποτα από το μικρό τους ζουζουνάκι που δεν χόρταιναν να το αγκαλιάζουν και να το χαϊδολογούν!
Αυτά προ κρίσης, γιατί όταν η χώρα μας, από το 2009, άρχισε να κλυδωνίζεται σαν καρυδότσουφλο στα κύματα της χρεωκοπίας και οι δανειστές της έπεσαν πάνω της σαν τα κοράκια για να την ξεκοκαλίσουν, τα πράγματα άλλαξαν άρδην! Οι μνημονιακές κυβερνήσεις, που συγκροτήθηκαν από τα κόμματα, τα οποία ήταν υπεύθυνα για την δημοσιονομική μας καταστροφή, εφάρμοσαν τις απαιτήσεις των τοκογλύφων με θρησκευτική ευλάβεια κι ακόμα παραπάνω, καυχόμενες πως έκαναν το καθήκον τους «για τη σωτηρία της Ελλάδας»!
Η ζωή των Ελλήνων καταβαραθρώθηκε μέσα σε λίγες μέρες! Το μεροκάματο, οι μισθοί και οι συντάξεις περικόπηκαν άγρια! Η κατανάλωση υπηρεσιών και αγαθών έπεσε στα όρια των εντελώς απαραίτητων. Το χρήμα έπαψε να ρέει στην αγορά, οι φόροι και οι υποχρεώσεις προς τρίτους αυξήθηκαν κατακόρυφα και τα λουκέτα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις έγιναν ο κανόνας! Η αγορά γέμισε «Ενοικιάζεται» και ο κλάδος της οικοδομής άγγιξε τον δείκτη του μηδέν! Έπειτα άρχισαν οι απολύσεις! Η ανεργία έγινε ο εφιάλτης της ελληνικής οικογένειας, που κάπως αργά κατάλαβε τη σημασία των δηλώσεων του πρώτου πρωθυπουργού της κρίσης, που είχε πεί με ωμή ειλικρίνεια: «Στόχος μας είναι να δουλεύει ένας σε κάθε οικογένεια»!
Ο πατέρας του Θωμά, βδόμάδα με τη βδομάδα, έβλεπε τις δουλειές του να λιγοστεύουν και στο τέλος να μην υπάρχει τίποτα! Και η μανούλα του ήταν από τις πρώτες υπαλλήλους του κομμωτηρίου, που άκουσε την ιδιοκτήτρια να της ανακοινώνει με λύπη, πως: «Πρέπει να σας απολύσω, γιατί δεν βγαίνω πλέον οικονομικά»!
Ο Θωμάς δεν κατάλαβε πολλά πράγματα. Οι γονείς του άλλωστε φρόντισαν γι’ αυτό. Συμφώνησαν πως ό,τι και να γίνει το παιδί τους δεν πρέπει να καταλάβει σε ποια τραγική άβυσσο έπεσαν. Με το γλισχρό επίδομα ανεργίας που τους έδιναν και με τις απεγνωσμένες οικονομίες που έκαναν, κατάφεραν ώστε ο μικρούλης τους να μην νιώσει το σκληρό κι απάνθρωπο δρεπάνι της φτώχειας. Κι ας μάθαιναν πως στο σχολειό του κάποια άλλα παιδιά λιποθυμούσαν από την πείνα!
Πλησίαζαν Χριστούγεννα! Η μαμά του έβγαλε από την ντουλάπα το παλιό χριστουγεννιάτικο δέντρο και τα στολίδια του και φώναξε τον γιόκα της να την βοηθήσει να το στήσουν. Και τι χαρές που έκανε ο μικρός Θωμάς όταν το είδε φωτισμένο στη γωνιά του σαλονιού τους! Πήγαινε και ξάπλωνε μπροστά στην ξύλινη φάτνη και κοίταζε με αγάπη τον μικρό Χριστό μέσα στην φτωχική σπηλιά και νόμιζε πως άκουγε κι αυτός τα αγγελικά τραγούδια! Έστησε και μια αυτοσχέδια χριστουγεννιάτικη κάρτα, που έφτιαξε στο σχολείο για τους καλούς του γονείς. Κι ανυπομονούσε πότε θα φτάσει η παραμονή της μεγάλης γιορτής για να πει τα κάλαντα! Κι έκανε καθημερινά πρόβες με το τριγωνάκι του, για να ευχαριστήσει τους γείτονες και να του δώσουν ικανοποιητικό φιλοδώρημα. Μ’ αυτό σχεδίαζε να πάρει από ένα δώρο στους γονείς του κι αν του περίσσευαν λίγα χρήματα ν’ αγοράσει το βιβλίο με τις «Περιπέτειες του Τομ Σώγιερ», που τόσο λαχταρούσε!
Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων ο Θωμάς έπεσε για ύπνο νωρίς, αφού πρώτα ζήτησε από την μανούλα του να τον ξυπνήσειστις οχτώ το πρωί, για να πει τα κάλαντα. Έτσι κι έγινε!Πέρασε από όλα τα σπίτια της γειτονιάς! Με τη γλυκιά φωνούλα του και το κουδούνισμα από το τριγωνάκι του έφερε σ’ όλους το χαρούμενο μήνυμα της Γέννησης του Θεανθρώπου! Κι αυτοί, παρά την οικονομική τους στενότητα, φρόντισαν να του ανταποδώσουν τη χαρά με ένα γενναίο φιλοδώρημα.
Κόντευε μεσημέρι! Ο Θωμάς κουρασμένος γύρισε στο σπίτι του! Φίλησε τους γονείς του, που τον καμάρωναν κι άρχισε μαζί τους να μετρά τις εισπράξεις του! Διακόσια ευρώ! Ποιο το περίμενε πως θα ‘χε τέτοια επιτυχία; Έβαλε τις εισπράξεις του μέσα στο τσαντάκι και καμάρωνε όλο περηφάνεια!
«Μπαμπά, θέλω να πάμε στην αγορά για να πάρω δώρα» είπε στον πατέρα του. Έπειτα φόρεσε το σκουφί και τα γάντια του, πήρε το τσαντάκι με τα κέρδη του και ξεκίνησαν! Στο δρόμο κελαηδούσε σαν το πουλί από τη χαρά του! Δεύτερη χρονιά που είπε τα κάλαντα και να πιάσει διακόσια ευρώ; Ο πατέρας του τον άκουγε και χαιρόταν κι αυτός. Το παιδικό γέλιο του Θωμά έδιωχνε μακριά τα μαύρα σύννεφα της δυστυχίας κι έφερνε μες στην ψυχή του το φως μιας απροσδιόριστης ελπίδας!
Σαν έφτασαν, όμως, στον κεντρικό δρόμο της αγοράς η χαρούμενη διάθεσή τους χάθηκε καθώς μια θλιβερή εικόνα πρόβαλε αναπάντεχα μπροστά τους! Μια νεαρή γυναίκα, κρατώντας στην αγκαλιά της δυο κουτσούβελα, με δάκρυα στα μάτια, παρακαλούσε τον κόσμο που περνούσε να την βοηθήσει να κάνει κι αυτή Χριστούγεννα! «Είμαι άνεργη εδώ κι έξι μήνες» ψέλλιζε. «Το ίδιο κι ο άντρας μου. Δεν έχουμε βοήθεια από πουθενά! Πεινάμε! Γι’ αυτό βγήκα στους δρόμους, ελπίζοντας στην αγάπη σας! Λυπηθείτε μας κι ο Θεός θα σας το ανταποδώσει»!
Ο μικρός Θωμάς σταμάτησε, βούρκωσε, έριξε ένα βλέμμα στον πατέρα του και δίχως να πει κουβέντα πήγε κι έδωσε το τσαντάκι με τα διακόσια ευρώ στη δυστυχισμένη μάνα, που δεν πίστευε στα μάτια της! «Να πάρε» της είπε «πήγαινε ν’ αγοράσεις γάλα για τα παιδιά σου! Είναι δικά μου λεφτά από τα κάλαντα! Πάρ’ τα απ’ την καρδιά μου»!
«Θωμά μου, πώς θα πάρεις τα δώρα σου τώρα εσύ;» μουρμούρισεο πατέρας του. Εκείνος, όμως, με πρόσωπο που γυάλιζε από τη χαρά του απάντησε: «Έλα βρε μπαμπά, εγώ έχω τα περσινά μου δώρα, δεν χρειάζομαι άλλα»! Ύστερα τον ξανάπιασε απ’ το χέρι και πήραν το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι. Μόνο που τώρα ο Θωμάς νόμιζε πως δεν πάταγε στη γη, αλλά πετούσε στον ουρανό από τη χαρά του! Κι ήταν η χαρά αυτή αλλιώτικη από εκείνη,που ένιωθε όταν πήγαινε να ψωνίσει δώρα για τους γονείς και τον εαυτό του!
Η μάνα του, όταν άκουσε για την καλη του πράξη, τον αγκάλιασε τρυφερά, τον φίλησεκαι του είπε:«Να’σαι καλά παιδάκι μου! Πάντα να δίνεις σε όσους έχουν ανάγκη! Ο Χριστός να σ’ ευλογεί»! Και τον κοίταζε όλο καμάρι, ενώ από τα μάτια της έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα!
Ξημέρωναν τα Χριστούγεννα! Οι γλυκόλαλες καμπάνες σκόρπιζαν στον σκοτεινόπρωινό ουρανό το χαρμόσυνο μήνυμα της Γέννησης Εκείνου που κήρυξε: «Μακάριον το διδόναι μάλλον ή λαμβάνειν»! Ο Θωμάς κοιμόταν μ’ ένα ζεστό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Στον ύπνο του έβλεπενα πλησιάζει στο προσκεφάλι του μια χαμογελαστή ανδρική φιγούρα, που έμοιαζε με την εικόνα του Χριστού στην εκκλησιά καινα τον χαϊδεύει στοργικά στα μαλλιά, λέγοντας: «Αφήστε τα παιδιά να έλθουν σ’ Εμένα και μην τα εμποδίζετε, γιατί σε αυτά ανήκει η βασιλεία των ουρανών. Αλήθεια σας λέγω, εκείνος που δεν θα δεχτεί την βασιλεία του Θεού σαν τούτο το παιδί, δεν θα μπει ποτέ σ’ αυτήν»!

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ηλία Μακρή
Το κλίκ της ημέρας
του Ηλία Μακρή

Πρόσφατα Νέα