Οι πρόωρες εκλογές και μάλιστα σε μια χώρα όπως η δική μας, στην οποία η πολύπλευρη κρίση που αντιμετωπίζει εδώ και μια πενταετία τουλάχιστον, δεν έχει ξεπεραστεί, είναι οπωσδήποτε αιτία επίκρισης και αρνητικού σχολιασμού. Από μια άλλη οπτική, όμως, αυτές οι εκλογές ήταν αναντίρρητα αναγκαίες για να ξεπεραστεί το πολιτικό πρόβλημα, που είχε δημιουργηθεί με την διαφοροποίηση των στελεχών και μελών της «Αριστερής Πλατφόρμας», απέναντι στις κυβερνητικές επιλογές και την συμφωνία που επετεύχθη με τους δανειστές –εταίρους, προκειμένου να αρθεί το δημοσιονομικό αδιέξοδο και να μπορέσει το ελληνικό κράτος να ανταποκριθεί στις πιεστικές διεθνείς κι εσωτερικές υποχρεώσεις του.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ήταν αδύνατο να συνεχίσει την πορεία της υπ’ αυτές τις συνθήκες. Η άρνηση των βουλευτών που ανήκαν στην πλειονότητά τους στην «Αριστερή Πλατφόρμα» να στηρίξουν την αναγκαστική, εκ των πραγμάτων, συμφωνία που υπέγραψε ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, μετά από σκληρή διαπραγμάτευση έξι μηνών, μέσα σε οριακές συνθήκες οικονομικής ασφυξίας της Ελλάδας, δεν άφηνε περιθώρια για συνέχιση του κυβερνητικού βίου. Όπως σωστά επεσήμανε ο Πρωθυπουργός η προσφυγή στην ετυμηγορία του ελληνικού λαού και στην ανανέωση της κυβερνητικής εντολής ήταν η μόνη δημοκρατική λύση σ’ αυτό το αδιέξοδο.
Η άσκηση κυβερνητικής εξουσίας απέχει παρασάγγας από τον αντιπολιτευτικό λόγο, που μπορεί να εκφράσει οποιοσδήποτε κομματικός φορέας. Γι’ αυτό και υπάρχει το σχετικά παράδοξο και οξύμωρο, άλλα να διακηρύσσει ένα κόμμα από τη θέση της αντιπολίτευσης και άλλα να πράττει από τη θέση της υπεύθυνης κυβέρνησης. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει πως είναι σωστό να αφίσταται ο προεκλογικός λόγος από την μετεκλογική πράξη σε τέτοιο βαθμό, ώστε να δίνεται το δικαίωμα σε κάποιους να μιλούν για «προδοσία» και άλλα συναφή. Το βασικό σε μια τέτοια κατάσταση είναι να διατηρούνται οι κύριοι άξονες των προεκλογικών εξαγγελιών, το ιδεολογικό όραμα και να δίνονται, ακόμα και στα πλέον ασφυκτικά πλαίσια, οι εναλλακτικές και προοδευτικές κυβερνητικές προτάσεις και πρακτικές, οι οποίες να πιστοποιούν πως, ακόμα και σε συνθήκες υποχρεωτικού συμβιβασμού και αναγκαστικής προσγείωσης ενός αριστερού κόμματος που έρχεται στην εξουσία, η ψυχή του παραμένει ανυπότακτη προς το κατεστημένο κι έτοιμη να αξιοποιήσει κάθε δυνατή ευκαιρία υπέρ των λαϊκών στρωμάτων, που εκφράζει.
Κάπως έτσι συνέβη και με τον ΣΥΡΙΖΑ. Προεκλογικά πρόβαλλε έναν εναλλακτικό, αντιμνημονιακό προοδευτικό λόγο, αλλά μετεκλογικά υποχρεώθηκε σε συμβιβασμό, βάζοντας πάνω από το όποιο κομματικό συμφέρον την σωτηρία της Ελλάδας από την απόλυτη καταστροφή. Η στροφή αυτή, αποτέλεσμα μιας αδήριτης ανάγκης να υπάρξει άμεση χρηματοδότηση της χώρας μας, δεν ήταν η ευτυχέστερη στιγμή για την συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ούτε για τον Πρωθυπουργό. Κατά τα φαινόμενα ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να γίνει σ’ αυτές τις πολύ άσχημες συνθήκες και παρά την καθ’ υπερβολήν διεκτραγώδηση των όρων της συμφωνίας από την αντιπολίτευση και τα Μ. Μ.Ε., όταν κάποιος μελετήσει τα συμφωνηθέντα θα διαπιστώσει πως η ελληνική πλευρά πέτυχε αρκετά θετικά αποτελέσματα , τα οποία θα φανούν εν καιρώ όπως λόγου χάρη η αναδιάρθρωση και ελάφρυνση του μη βιώσιμου ελληνικού χρέους.
Υπάρχει, φυσικά, η άλλη πλευρά , η οποία πλέον εμφανίζεται ως αυτοτελής κομματικός φορέας με τη μη ευρηματική ονομασία «Λαϊκή Ενότητα», η οποία υποστηρίζει πως έπρεπε να μην υπογραφεί η συγκεκριμένη συμφωνία, να προχωρήσουμε σε ρήξη με τους εταίρους-δανειστές, να αποχωρήσουμε από την ευρωζώνη και το ευρώ και να επανέλθουμε σε εθνικό νόμισμα. Είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, η εύκολη επαναστατική ρητορική μιας μερίδας της Αριστεράς, η οποία είναι ανέτοιμη να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες και προτιμά να παραμένει έκφραστής μιας ανέξοδης διαμαρτυρίας.
Όπως έχουμε γράψει και στο παρελθόν το κύριο πρόβλημα της χώρας μας είναι τα άδεια κρατικά ταμεία και η απουσία κάθε αναλλακτικής πηγής χρηματοδότησής της. Η Κίνα στην οποία κάποιοι πρόσβλεπαν, αλλά και η Ρωσία του Πούτιν, αποδείχτηκαν κούφιες προσδοκίες, οι οποίες βάρυναν στην απόφαση του Πρωθυπουργού να συμβιβαστεί με τους εταίρους-δανειστές, για να αποφύγουμε τα χειρότερα. Η ωμή αλήθεια είναι πως χωρίς συναλλαγματικά αποθέματα ή κάποιον εγγυημένο χρηματοδότη η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα θα ήταν εγκληματική πράξη, πολιτική ανευθυνότητα του χειρίστου είδους και άλμα στο κενό. Κατά συνέπεια η δήθεν εναλλακτική λύση Λαφαζάνη ή το σχέδιο β΄ του Αλαβάνου, αν ποτέ τους δινόταν η ευκαιρία να προχωρήσουν στην εφαρμογή τους, θα ήταν η απόλυτη καταστροφή για τη χώρα και το λαό μας. Κι επιπλέον, με τα σημερινά πολιτικά δεδομένα, θα ήταν πλήρως αντίθετες με τη θέληση της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, που δηλώνει ότι θέλει να παραμείνουμε στην ευρωζώνη κι αποδέχεται ως εθνικό νόμισμα το ευρώ.
Όσα συμβαίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ, τον τελευταίο καιρό, ήταν η αναμενόμενη πορεία προς την ενηλικίωση ενός πολιτικού χώρου που τον συναπάρτιζαν κόμματα, κινήσεις και προσωπικότητες της ριζοσπαστικής Αριστεράς, μαθημένες ως επί το πλείστον στην συστηματική άρνηση και την διαμαρτυρία. Ο Αλέξης Τσίπρας, παρά το νέο της ηλικίας του, ήταν αυτός που συνειδητοποίησε ότι αυτός ο χώρος για να έχει προοπτική κυβερνητικής εξουσίας θα έπρεπε να αποκτήσει ενιαία κομματική μορφή κι έκφραση. Το επιδίωξε και το πέτυχε, εν πολλοίς, μετά μυρίων κόπων και βασάνων. Ενθυμούμαι τον αξιοσέβαστο και συμπαθή κατά τα άλλα Μανώλη Γλέζο, που διαμαρτυρόταν με σφοδρότητα κατά της απόφασης για ενοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, επειδή έτσι «διαλυόταν» το κίνημα των Ενεργών Πολιτών, που είχε ιδρύσει!
Η επιτευχθείσα συμφωνία ήταν η αφορμή για να ξεχειλίσει το ποτήρι του ΣΥΡΙΖΑ. Η ανάληψη κυβερνητικών ή διοικητικών ευθυνών είναι πολύ δύσκολο πράγμα για κάποιους που έχουν συνηθίσει σε όλη τους την πολιτική ζωή να ασκούν κριτική και να διαμαρτύρονται. Οι ίδιοι άνθρωποι, που εμφανίζονται σκληροί απέναντι στον πολιτικό ρεαλισμό του Πρωθυπουργού και της πλειονότητας των στελεχών και μελών του ΣΥΡΙΖΑ, είναι αυτοί που χαιρέτισαν την επαναπροσέγγιση ΗΠΑ-Κούβας και τη στροφή προς τον ρεαλισμό του Ραούλ Κάστρο!
Η αποχώρηση της Αριστερής Πλατφόρμας και η ίδρυση νέου πολιτικού φορέα υπό τον Παναγιώτη Λαφαζάνη, θα ξεκαθαρίσει τα πράγματα στον ΣΥΡΙΖΑ και θα βοηθήσει στην ομογενοποίησή του, στη χάραξη μιας κυβερνητικής πολιτικής χωρίς αστερίσκους και στην εφαρμογή της υπογραφείσας συμφωνίας, ώστε να τελειώσουμε επιτέλους με την κρίση και τα μνημόνια και να γίνουμε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος όσον αφορά την υποδομή και τη λειτουργία του.
Ο ελληνικός λαός πρέπει να ανανεώσει την εμπιστοσύνη του στο πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα και στο αποκαθαρμένο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, για να μπορέσει να εφαρμόσει τη συμφωνία που διασφαλίζει την παραμονή μας στην ευρωζώνη και το ευρώ, εκμεταλλευόμενος τα θετικά που υπάρχουν για να μπει η χώρα μας στο δρόμο της προόδου και της ανάπτυξης. Όπως έχουμε επισημάνει κι άλλοτε, το πεδίον της δόξης θα είναι λαμπρόν για την νέα κυβέρνηση Τσίπρα, αρκεί να το θελήσει και να το πράξει. Μπροστά στις παιδαριώδεις υψωμένες γροθιές των αντιφρονούντων η Αριστερή Κυβέρνηση οφείλει να αντιτάξει ένα πλούσιο, φιλολαϊκό, κοινωνικό, κυβερνητικό έργο τετραετίας, που θα μας βγάλει μια για πάντα από την πολύχρονη κρίση.
Ο Αλέξης Τσίπρας, ο πρώτος μεταπολιτευτικός πρωθυπουργός που δεν προέρχεται από πολιτικό τζάκι, πρέπει μετά την ανανέωση της λαϊκής εντολής, ακόμα κι αν έχει διασφαλίσει την πολυπόθητη αυτοδυναμία να σχηματίσει μια κυβέρνηση, η οποία θα κινείται έξω από τα κομματικά πλαίσια του ΣΥΡΙΖΑ, συνεργαζόμενος με τους συνεπείς και υπεύθυνους κυβερνητικούς εταίρους των ΑΝΕΛ, αλλά και με προσωπικότητες που θέλουν και μπορούν να συμβάλλουν στην επιτυχία του κυβερνητικού έργου. Στο πρόσωπό του ο ελληνικός λαός στηρίζει πολλά. Μερικοί τον θεωρούν ως την τελευταία ευκαιρία της Ελλάδας για να βγει από την άβυσσο που την βύθισαν οι κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες τώρα προσποιούνται την αθώα περιστερά. Γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται, επ’ ουδενί λόγω, να τον διαψεύσει!
Στον αστερισμό των εκλογών
ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
ΑΡΘΡΑ




