Στις 31 Μαΐου, κάθε χρόνο, «γιορτάζεται» η Παγκόσμια Ημέρα Κατά του Καπνίσματος, που έχει οριστεί προ ετών από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Ιιδαίτερη έμφαση, όπως είναι φυσικό, δίνεται στην καταπολέμηση αυτής της ανθυγιεινής συνήθειας στο χώρο των εφήβων, όπου γίνεται συστηματική και πολυεπίπεδη προσπάθεια από το 2000 κι εντεύθεν για να περιοριστούν στο ελάχιστο οι νεαροί καπνιστές.
Με την ευκαιρία αυτή το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ) γνωστοποίησε τα αποτελέσματα πανελλαδικής έρευνας που διεξήγαγε στους 16/χρονους νέους και νέες της χώρας μας. Σύμφωνα με αυτά:
• 2 στους 5 16/χρονους (39,2%) έχουν καπνίσει τουλάχιστον μια φορά έως τώρα.
• 1 στους 5 16/χρονους (18,9%) έχουν καπνίσει τον τελευταίο μήνα.
• 1 στους 9 (11,1%) καπνίζει πλέον καθημερινά.
Η έρευνα επιβεβαίωσε ότι, κατά το 2015, συνεχίστηκε η μείωση των εφήβων καπνιστών που άρχισε το 2000, αλλά αυτό το ικανοποιητικό γεγονός δεν σημαίνει πως πρέπει να υπάρξει εφησυχασμός και χαλάρωση στην αντικαπνιστική εκστρατεία εκ μέρους του ελληνικού κράτους και των αρμοδίων φορέων του, γιατί τα ελληνόπουλα είναι επιρρεπή στην άσκηση επιβλαβών συνηθειών.
Με την αφορμή αυτή ανακοινώθηκαν στοιχεία και για τη χρήση αλκοόλ από τους εφήβους, την ανάπτυξη πρόωρων σεξουαλικών σχέσεων και την παθολογική προσκόλλησή τους στο σύγχρονο τρόπο επικοινωνίας (διαδίκτυο, facebook κλπ). Απ’ όλα αυτά φαίνεται καθαρά και πέραν αμφιβολίας πως τα παιδιά μας αρχίζουν να χρησιμοποιούν τα σύγχρονα επικοινωνιακά μέσα, να καπνίζουν, να πίνουν και να προχωρούν σε σεξουαλικές σχέσεις από την ηλικία των 12 ετών και πέρα με κορύφωση την ηλικία των 16 ετών.
Σπεύδω ευθύς αμέσως να τονίσω πως τα παιδιά δεν ευθύνονται γι’ αυτήν την κατάσταση της οποίας ουσιαστικά είναι θύματα, αφού αυτή οφείλεται βεβαιωμένα στις ριζοσπαστικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί, τις τελευταίες δεκαετίες, στην ελληνική κοινωνία και την οικογένεια, αλλά και στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, που εξαιτίας της τραγικής ανευθυνότητας κι επιπολαιότητας των πολιτικών δυνάμεων, οι οποίες κυβέρνησαν τον τόπο μας στην μεταπολιτευτική περίοδο, έχασε τον ανθρωπιστικό παιδευτικό χαρακτήρα του, απογυμνώθηκε από αξίες και ιδανικά, υποβαθμίστηκε και απαξιώθηκε στα μάτια των παιδιών και των γονέων και κυριαρχήθηκε από τις επικίνδυνες αρχές της ήσσονος προσπάθειας, της άκρατης παιδοκολακείας και της κατάργησης των ορίων.
Σ’ αυτήν την εξέλιξη έχουν τεράστια ευθύνη οι γονείς. Επειδή οι ίδιοι βίωσαν το κλίμα του παλαιού αυταρχικού σχολείου θεώρησαν σκόπιμο να ισοπεδωθούν όλα και «μαζί με τα ξερά να καούν και τα χλωρά» κατά την λαΐκή παροιμία. Η τάση αυτή σε συνδυασμό με την εξοντωτική επαγγελματική ενασχόληση και των δύο γονέων, που δεν τους αφήνει χρόνο για την προσωπική και την οικογενειακή τους ζωή και δη για τα παιδιά τους, οδήγησε σε μια επικράτηση ελευθεριότητας, η οποία δημιούργησε στα παιδιά την αίσθηση πως είναι ελεύθερα να κάνουν ό,τι θέλουν και πως έχουν πάντα δίκιο!
Ο Εκπαιδευτικός, και με δική του προσωπική ευθύνη, έγινε ο «κολλητός» των μαθητών, ένα είδος υπηρετικού προσωπικού, που οι ασεβείς έφηβοι μπορούν να τον χτυπούν στην πλάτη και να τον προσφωνούν με το μικρό του όνομα. Κι επειδή η παιδοκολακεία είναι μια ασφαλής τακτική για να έχει ο Εκπαιδευτικός το κεφάλι του ήσυχο, έγιναν αίφνης όλοι οι μαθητές αριστούχοι κι έχασε η βαθμολογία το νόημά της. Κι ακόμα επειδή τα παιδιά είναι οι καλύτεροι στρατηγοί και συνήθως νικούν τους γονείς και τους δασκάλους τους, είτε με θετικό, είτε με αρνητικό τρόπο (Τζον Χολτ, αμερικανός παιδαγωγός), η μάχη στο σχολείο και στην κοινωνία κερδήθηκε σχεδόν άνευ όρων!
Έτσι ο «κακομαθημένος» δωδεκάχρονος μόλις περάσει την πόρτα του Γυμνασίου θεωρεί ως δικαίωμά του, ως δείγμα ελευθερίας και επίδειξης ηλικιακής αυτονομίας, να του αγοράσουν οι γονείς του το τελευταίου τύπου κινητό τηλέφωνο και λάπτοπ, να αρχίσει να καπνίζει δημοσίως, να βγαίνει με τους φίλους του και να ξενυχτάει «γιατί έτσι κάνουν όλοι», να πίνει αλκοόλ και να ξεκινάει, νωρίς νωρίς, την ερωτική του ζωή!
Υπάρχουν φυσικά και απαγορεύσεις, αλλά στη χώρα μας, όπου οι πολιτικοί της επί χρόνια επιδίδονταν στον επικίνδυνο διαγωνισμό «ό,τι θέλει το παιδί», δεν τηρούνται, ούτε ενδιαφέρεται κανείς για την εφαρμογή τους. Οι νιόβγαλτοι καπνιστές μπορούν να αγοράσουν άφοβα το πακέτο τους, να μπουν σε ακατάλληλα γι’ αυτούς ξενυχτάδικα, να πιουν με την ψυχή τους και να «ξεσαλώσουν» όσο θέλουν! Κι έπειτα φτάνει για τους πιο αδύναμους χαρακτήρες και η ώρα των ναρκωτικών με όλες τις τραγικές τους συνέπειες.
Τα καμπανάκια του κινδύνου έχουν χτυπήσει εδώ και καιρό αλλά εμείς ως άτομα, ως οικογένειες, ως κοινωνία, ως κράτος και ως θεσμοί «σφυρίζαμε αδιάφορα»! Ίσως τώρα να έχει φτάσει η ώρα να πάρουμε αποφάσεις και το κυριότερο να τις εφαρμόσουμε. Η συζήτηση για την Παιδεία, που έχει δρομολογήσει το αρμόδιο Υπουργείο, μπορεί να αποτελέσει μια μοναδική ευκαιρία για την ποιοτικής της μεταρρύθμιση μακριά από ποσοτικές λογικές που έχουν οδηγήσει κάποιους πολιτικούς να θεωρούν τους μαθητές των σχολείων μας «πελάτες»!
Δεν ισχυρίζομαι φυσικά πως πρέπει να επιστρέψουμε σε ένα παρωχημένο μοντέλο δημόσιας εκπαίδευσης στο οποίο κυριαρχούσε ο αυταρχισμός, αλλά σε ένα σύγχρονο δημοκρατικό μοντέλο με ανθρωπιστικές βάσεις, αξίες και ιδανικά και οπωσδήποτε με στοιχειώδη όρια. Μου είχε κάνει εντύπωση αυτό που είχε πει προ ολίγων ετών σε μία συνέντευξή του σε μεγάλη έγκριτη αθηναϊκή εφημερίδα ο τραγουδοποιός Νίκος Πορτοκάλογλου: «Τα παιδιά μάς ζητούν να τους δείξουμε τα όριά τους κι εμείς δεν τα ακούμε»!




