Ο σύγχρονος πολιτισμός θα είναι ο πρώτος στην ιστορία της ανθρωπότητας, που θ’ αφήσει ως «κληρονομιά» στις επερχόμενες γενεές, τι χιλιάδες σκουπιδοτόνων, οι οποίοι είναι θαμμένοι στις μικρές και μεγάλες χωματερές και σκουπιδοτόπους ανά τον κόσμο. Η κοινωνία μας, κοινωνία της υπερκατανάλωσης και της μιας χρήσης, παράγει καθημερινά υπέρογκες ποσότητες απορριμμάτων, τις οποίες πολλές χώρες του πλανήτη μας αδυνατούν να τις διαχειριστούν, ρυπαίνοντας, μολύνοντας και υποβαθμίζοντας ανεπανόρθωτα τη ζωή και το περιβάλλον.
Από τη δεκαετία του ’70 και μετά, όταν κορυφώθηκε η οικολογική κρίση πάνω στον πλανήτη μας, αναζητήθηκαν τρόποι αντιμετώπισης κι επίλυσης των ανθρωπογενών περιβαλλοντικών προβλημάτων και μεταξύ αυτών της διαχείρισης των απορριμμάτων. Στο τραπέζι των συζητήσεων «έπεσαν» πολλές προτάσεις κι ανάμεσα σ’ αυτές η ανακύκλωση και η θερμική επεξεργασία. Ιδίως μετά την σύσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την υιοθέτηση κοινών περιβαλλοντικών κατευθύνσεων στις χώρες- μέλη, οι περισσότερες κεντρικές και βόρειες χώρες προχώρησαν σε ολοκληρωμένες πολιτικές διαχείρισης των απορριμμάτων τους με συνέπεια να θεωρούνται σήμερα ως χώρες υποδείγματα, οι οποίες έχουν ξεπεράσει ακόμα και τους όρους και τα όρια που είχε θέσει η Κομισιόν.
Στους αντίποδες των χωρών αυτών βρίσκεται η χώρα μας, η οποία άφησε αυτό το κρίσιμο ζήτημα να σέρνεται μέχρις ότου η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο και υπό την απειλή του ευρωπαίκού πέλεκυ (τσουχτερά πρόστιμα) αναγκάστηκε να δρομολογήσει κάποια μέτρα σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο, αλλά σε ρυθμό χελώνας. Δεν έχει κανένα νόημα να αναφερθούμε στις ασυγχώρητες καθυστερήσεις, στα τραγικά λάθη και στην αναποτελεσματική διασπάθιση του δημόσιου και κοινοτικού χρήματος (π.χ. δεματοποιητές) από τις προηγούμενες κυβερνήσεις και την τοπική αυτοδιοίκηση όλων των βαθμίδων καθότι «ό γέγονεν γέγονεν».
Σήμερα, όμως, καθώς ο «κόμπος έχει φτάσει στο χτένι» και υπάρχει μια κάποια κινητικότητα σχετικά με τη διαχείριση των απορριμμάτων, οφείλουμε όλοι να ενημερωθούμε, να συγκρίνουμε, να καταλήξουμε σε γόνιμα συμπεράσματα και να παρέμβουμε προς κάθε αρμόδιο πρόσωπο και θεσμικό φορέα, ώστε να υπάρξει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα και να συγκαταριθμηθεί, επιτέλους, στις πολιτισμένες ευρωπαϊκές χώρες και η πατρίδα μας.
Κατ’ αρχάς είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι ακόμα «ψαχνόμαστε», αφού σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες κι όχι μόνο το ζήτημα της διαχείρισης των απορριμμάτων έχει αντιμετωπιστεί επιτυχώς και υπάρχουν πλέον δοκιμασμένες λύσεις. Επιπλέον, όπως συμβαίνει συνήθως στην Ελλάδα, «κάθε παπάς έχει δικό του Ευαγγέλιο» και σε κάθε προτεινόμενη αντιμετώπιση βρίσκονται πάντα κάποιοι αντιρρησίες, που δεν αφήνουν, δυστυχώς, να προχωρήσει τίποτε.
Τον τελευταίο καιρό, στην περιοχή μας, παρακολουθώ με έκπληξη την δημόσια αντιπαράθεση μερικών δημάρχων με την Περιφέρεια Πελοποννήσου σχετικά με το «ποιος θα έχει το πάνω χέρι» και «ποιος είναι ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος διαχείρισης των απορριμμάτων» και όλ’ αυτά όταν υπάρχουν δήμοι που έχουν γίνει μια απέραντη ανεξέλγκτη χωματερή, πρωτεύουσες δήμων που έχουν κηρυχθεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης λόγω «σκουπιδιών» και δήμοι που λειτουργούν παράνομους και τυπικά «κλειστούς» ΧΑΔΑ, για να κερδίσουν χρόνο.
Σ’ αυτήν την αντιπαράθεση με ενόχλησε η ευκολία με την οποία κάποιοι εκτοξεύουν τα βέλη τους, απορρίπτοντας και δαιμονοποιώντας λύσεις δοκιμασμένες, προκειμένου να επιτύχουν τους όποιους σκοπούς τους κι αδιαφορώντας αν υποσκάπτουν έτσι και καυθυστερούν το ήδη ταλαιπωρημένο θέμα της διαχείρισης των απορριμμάτων. Οι προτάσεις φαινομενικά είναι δύο: 1) Περιφερειακή Διαχείριση με Μονάδα Θερμικής Καύσης και 2) Τοπική Διαχείριση με ανακύκλωση στην πηγή. Μεταξύ αυτών, κάποιοι παράγοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης, δημιούργησαν σκόπιμα (;) ένα πολωτικό, πολεμικό κλίμα, προξενώντας μεγάλη σύγχυση στους πολίτες, οι οποίοι στην πλειονότητά τους είναι ελάχιστα ή και καθόλου ενημερωμένοι.
Το ζήτημα της διαχείρισης των απορριμμάτων – θα το επαναλάβω γι’ άλλη μια φορά – δεν είναι καινούριο και δεν υπάρχουν αδοκίμαστες λύσεις, ώστε να προσπαθούν κάποιοι να μας πείσουν πως «ανακάλυψαν την πυρίτιδα». Μια απλή περιήγηση σε σοβαρές ιστοσελίδες του διαδικτύου και μία αναδίφηση στη σχετική βιβλιογραφία μάς δίνουν πολύ ενδιαφέρουσες κι επιστημονικά εμπεριστατωμένες πληροφορίες, που διαψεύδουν και καταρρίπτουν πολλές από τις μυθολογίες, οι οποίες έχουν αναπτυχθεί εδώ και χρόνια.
Ας ξεκινήσουμε με τον «μπαμπούλα» της υπόθεσης που είναι η Μονάδα Θερμικής Καύσης, την οποία έχει επιλέξει ως επίλυση του προβλήματος η Περιφέρεια Πελοποννήσου. Στο Αμβούργο και τη Βιέννη καίνε σύμμεικτα απορρίμματα και αξιοποιούν το θερμικό έργο της καύσης μέσω της «τηλεθέρμανσης» για να ζεσταίνουν τα σπίτια τους. Οι μονάδες Ενεργειακής Αξιοποίησης Αποβλήτων μέσω θερμικής επεξεργασίας, συνολικής ετήσιας δυναμικότητας περίπου 150 εκατ. τόνων οικιακών απορριμμάτων που λειτουργούν παγκοσμίως, υπερβαίνουν τις 700 ακόμα και στο κέντρο μητροπολιτικών πόλεων (Παρίσι, Φρανκφούρτη, Βιέννη, Νέα Υόρκη κ.ά.). Από αυτές, 432 μονάδες είναι εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πολλές από τις οποίες (τουλάχιστον 50) κατασκευάστηκαν την τελευταία οκταετία (Στην Δανία έχουν εγκατασταθεί ήδη 30 τέτοιες μονάδες θερμικής επεξεργασίας και ετοιμάζονται άλλες 10. Στην Γερμανία λειτουργούν 61 και διαρκώς διαπιστώνεται αύξηση σε όλες τις χώρες). Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας μονάδας αποτελεί η μονάδα Isseane στο Παρίσι, που απέχει μόλις 2,5 km από τον πύργο του Άιφελ, καθώς και η μονάδα στο κέντρο, σχεδόν, της Βιέννης. Αξίζει σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε, πως η Στοκχόλμη και το Αμβούργο, οι πρώτες πόλεις που απέκτησαν τον τίτλο των «πράσινων πρωτευουσών» της Ευρώπης, έχουν ως κύρια μέθοδο επεξεργασίας των αστικών στερεών αποβλήτων την θερμική επεξεργασία αποβλήτων με ταυτόχρονη παραγωγή ενέργειας σε συνεργασία με την ανακύκλωση στην πηγή. Αντίστοιχα και η Κοπεγχάγη, η οποία έχει ως στόχο να μετατραπεί στην πιο οικολογική πόλη του κόσμου μέχρι το 2015, χρησιμοποιεί τη μέθοδο θερμικής επεξεργασίας στη διαχείριση των αποβλήτων της.
Η Ενεργειακή Αξιοποίηση των Αστικών Στερεών Αποβλήτων (ΑΣΑ) κερδίζει συνεχώς έδαφος στις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης και του λοιπού αναπτυγμένου κόσμου, αλλά στην Ελλάδα υπάρχουν αντιδράσεις συνήθως λόγω της παραπληροφόρησης του κοινού.
Τα βασικά επιχειρήματα των αντιπάλων αυτής της λύσης είναι:
1. Είναι περιβαλλοντικά επικίνδυνη.
2. Εμποδίζει την ανακύκλωση και κομποστοποίηση.
Για να δούμε αν ισχύουν αυτές οι κατηγορίες αναζητήσαμε τα δεδομένα για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της θερμικής επεξεργασίας των ΑΣΑ και ιδιαίτερα της εκπομπής διοξινών που επικαλείται συνήθως ως ο μεγάλος κίνδυνος.
Πρώτον, τα εργοστάσια θερμικής επεξεργασίας, λόγω των αυστηρών περιβαλλοντικών προδιαγραφών, ανατποκρίνονται πλήρως στα όρια που έχουν τεθεί τόσο από τις ΗΠΑ όσο και την ΕΕ (οδηγία 2000/76), όχι μόνο για τις εκπομπές διοξινών αλλά και των υπόλοιπων ρύπων π.χ. βαρέων μετάλλων, οξειδίων του αζώτου και του θείου, κ.λ.π.. Για τον ίδιο λόγο υπερέχουν από πλευράς εκπομπών σε σύγκριση με οιαδήποτε διεργασία που περιλαμβάνει καύση, όπως τα ατμοηλεκτρικά εργοστάσια που χρησιμοποιούν διάφορα είδη άνθρακα, τα οποία όμως κανείς δεν διανοήθηκε να κλείσει.
Δεύτερον, οι ολικές ποσότητες των ρύπων είναι επίσης πολύ μικρές. Π.χ. ένα σύγχρονο εργοστάσιο θερμικής επεξεργασίας ενός εκατομμυρίων τόνων απορριμμάτων ετησίως παράγει λιγότερο από μισό γραμμάριο διοξίνες. Σε αντιδιαστολή, η ανεξέλεγκτη και παράνομη καύση απορριμμάτων σε χωματερές παράγει πολύ μεγαλύτερες ποσότητες. Π.χ., η φωτιά του ΧΥΤΑ στους Ταγαράδες της Θεσσαλονίκης το 2006 παρήγαγε τρία γραμμάρια τοξικών διοξινών κάθε μέρα σύμφωνα με το Καθηγητή Μουσιόπουλο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Αλλά και το ολικό ποσό των εκπομπών σε χώρες όπου γίνεται ευρεία χρήση της θερμικής επεξεργασίας ΑΣΑ, όπως είναι η Αμερική, η Αυστρία, η Γερμανία, κ.α. είναι χαμηλότερο του 1% της συνολικής ποσότητας εκπομπών σε κάθε χώρα.
Ας δούμε τώρα τα δεδομένα αναφορικά με την ανακύκλωση και την κομποστοποίηση. Από τη συλλογή συγκριτικών στοιχείων της EUROSTAT το 2007 σε χώρες όπως η Γερμανία, η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Δανία, η Σουηδία, η Γαλλία κ.α. είναι προφανές ότι η ενεργειακή αξιοποίηση μέσω θερμικής επεξεργασίας δεν είναι ανταγωνιστική μέθοδος διαχείρισης απέναντί στην ανακύκλωση, αλλά η διεθνής πρακτική αποδεικνύει πως συνυπάρχουν με επιτυχία. Η ανακύκλωση και η καύση λειτουργούν αρμονικά σε όλο τον κόσμο κι επειδή η ανακύκλωση-κομποστοποίηση αφήνει πάντα υπόλειμμα, το οποίο «ή θα ταφεί ή καεί». Αυτό, φυσικά, δεν αποτελεί το ισχυρότερο πλεονέκτημα αυτής της μεθόδου, το οποίο είναι η παραγωγή σημαντικής ποσότητας ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας. Επιπλέον, όπως θα δούμε παρακάτω, η μέθοδος αυτή συγκαταλέγεται στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Κι αυτό γιατί σύμφωνα με τους ορισμούς που έχουν δοθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Διεθνή Ένωση Ενέργειας (International Energy Agency, Ι.Ε.Α.), τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Βιομάζας (European Biomass Association, AEBIOM) και το Συνέδριο Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (United Nations Framework Convention on Climate Change, UNFCCC), το μη διαχωρισμένο βιοαποδομήσιμο κλάσμα των αστικών απορριμμάτων, θεωρείται βιομάζα και κατ’ επέκταση Ανανεώσιμη Πηγή Ενέργειας (Α.Π.Ε.), υποκαθιστώντας ορυκτά καύσιμα όπως τον λιγνίτη για την χώρα μας. Τα Υπουργεία Περιβάλλοντος σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δη τις πλέον ευαισθητοποιημένες σε θέματα περιβάλλοντος, υπολογίζουν το μη διαχωρισμένο βιοαποδομήσιμο κλάσμα των αστικών στερεών απορριμμάτων, το οποίο αναγνωρίζεται ως βιομάζα, ότι κυμαίνεται κατά μέσο όρο περί το 50%. Μάλιστα σύμφωνα με τον Νόμο 3468/2006 και τον Νόμο 3851/2010 που ψηφίσθηκαν στο πρόσφατο παρελθόν για τις Α.Π.Ε., αναμένεται να προωθηθούν σχετικές επενδύσεις και στη χώρα μας, εφόσον η ενεργειακή αξιοποίηση του βιοαποδομήσιμου κλάσματος των μονάδων θερμικής επεξεργασίας ΑΣΑ, συμπεριλαμβάνεται στις λοιπές Α.Π.Ε.
Κατά τους ειδικούς επιστήμονες πέρα από την περιβαλλοντικά φιλική και ολοκληρωμένη διαχείριση, την οποία προσφέρει η θερμική επεξεργασία των απορριμμάτων, επιτυγχάνοντας 72-80% μείωση του βάρους και 90% μείωση του όγκου τους, δίνεται η δυνατότητα παραγωγής ενέργειας σε μορφή ηλεκτρισμού της τάξης των 500-700 kWh ανά τόνο απορριμμάτων ή και σε μορφή θερμότητας για τηλεθέρμανση ή τηλεψύξη των γειτονικών περιοχών, υποκαθιστώντας ορυκτά και ρυπογόνα καύσιμα. Επιπλέον, στη διαχείριση και επεξεργασία των 5,5 εκατομμυρίων τόνων ΑΣΑ που παράγονται στη χώρα μας, η ενεργειακή αξιοποίηση των ΑΣΑ οφείλει να ενταχθεί άμεσα και με ισορροπημένο τρόπο, συμπληρωματικά και υποστηρικτικά, στις δράσεις ελαχιστοποίησης, επαναχρησιμοποίησης και ανακύκλωσης (σύμφωνα και με την οδηγία 2008/98/ΕΚ), συμπληρώνοντας τα κενά και τις αντικειμενικές αδυναμίες τους.
Καταλήγοντας, είναι φανερό και τεκμηριώνεται επιστημονικά, όπως είδαμε, ότι η θερμική επεξεργασία απορριμμάτων με ταυτόχρονη παραγωγή ενέργειας είναι, σε συνεργασία με την ανακύκλωση στην πηγή και την κομποστοποίηση προδιαλεγμένου οργανικού κλάσματος, η μόνη τελική λύση διαχείρισης έναντι της υγειονομικής ταφής και όλων των άλλων μεθόδων επεξεργασίας που παράγουν ενδιάμεσα δευτερογενή προϊόντα, τα οποία χρήζουν περαιτέρω αξιοποίησης-διαχείρισης. Επίσης, η συνεισφορά στο ενεργειακό ισοζύγιο της Ελλάδας θα είναι αρκετά σημαντική και απαραίτητη, ειδικά σε περιόδους αιχμής με το πλεονέκτημα πως η ενέργεια αυτή παράγεται από Α.Π.Ε., συμβάλλοντας θετικά και στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, καθώς και στους στόχους της Οδηγίας 20-20-20 (σύμφωνα και με την Οδηγία 2009/28/ΕΕ), τους οποίους έχει θέσει και η χώρα μας για την ελάττωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου σε συνδυασμό με την αύξηση της συμμετοχής των Α.Π.Ε, στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας μας.
Ένα τρίτο αντεπιχείρημα, κατά της λύσης της θερμικής καύσης, που επικαλέστηκαν οι αντιδρώντες δήμαρχοι της Πελοποννήσου ήταν αυτό του υψηλού κόστους περίπου 150 € ανά τόνο απορριμμάτων. Αυτό, όμως δεν υφίσταται πλέον σύμφωνα με την διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία. Οι τιμές που δίδονται από τον Ιούλιο του 2006 ανά τόνο στερεών αποβλήτων είναι 44 ευρώ στην Σκωτία, 45 στην Τσεχία, 48 στην Σουηδία και 38 στην Δανία. Απο πρόσφατη συγκριτική μελέτη για 42 εργοστάσια καύσης στη Γαλλία, η τιμή είναι 78 ευρώ ο τόνος, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη και το ενεργειακό όφελος. Σύμφωνα με μελέτη του καθηγητή Ν. Θεμελή από το Πανεπιστήμιο του Columbia, για την περιοχή της Αττικής εκτιμάται το ενεργειακό όφελος από 3.000 τόνους απορριμμάτων την ημέρα σε 6.000 MWh θερμικής ενέργειας και 2.100 MWh ηλεκτρικής ενέργειας.
Ας δούμε τώρα με συντομία τι γίνεται με την αντιπρόταση των δημάρχων, που υιοθετεί μόνο την ανακύκλωση και την κομποστοποίηση στην πηγή. Η δράση αυτή απαιτεί:
α) Εμπεριστατωμένη μελέτη τής σύστασης των απορριμμάτων του δήμου με καταγραφή των ιδιαιτεροτήτων από περιοχή σε περιοχή.
β) Χωροθέτηση και κατασκευή εργοστασίου διαλογής όσων απορριμμάτων η διαλογή δεν γίνεται στην πηγή.
γ) Οργάνωση υποδομών με ειδικούς κάδους, οχήματα κ.λ.π.
γ) Οργάνωση κατάλληλων αποθηκευτικών χώρων.
δ) Ισχυρή διαφημιστική «εκστρατεία» δεδομένου ότι η συμμετοχή των πολιτών είναι καθοριστικής σημασίας για την επιτυχία του εγχειρήματος .
Η ανακύκλωση-κομποστοποίηση δεν περιορίζεται στα παραπάνω σημεία. Χρειάζονται κατά περίπτωση και υποδομές που αφορούν:
• Μονάδα ανακύκλωσης αποσυρόμενων οχημάτων.
• Μονάδα αναγέννησης λαδιών για την παραγωγή ενέργειας.
• Μονάδα ανακύκλωσης υπολογιστών και μπαταριών.
• Μονάδα ανακύκλωσης οικοδομικών υλικών.
• Μονάδα διαχείρισης τοξικών και επιβλαβών χημικών.
• Δημιουργία ΧΥΤΥ ή εργοστασίου θερμικής καύσης για τα μη ανακυκλώσιμα υλικά.
Φοβάμαι πως οι αξιότιμοι αντιδρώντες δήμαρχοι επικαλούνται την ανακύκλωση-κομποστοποίηση στην πηγή, αποσπασματικά, χωρίς να έχουν στα χέρια τους κάποιο ολοκληρωμένο σχέδιο, που θα λαμβάνει υπόψη του και τις ανωτέρω παραμέτρους, θεωρώντας πως με την τοποθέτηση των κάδων επιλογής η ανακύκλωση-κομποστοποίηση είναι παρούσα.
Επειδή:
- τα εργοστάσια καύσης απορριμμάτων έγιναν και λειτουργούν σε χώρες με ισχυρό οικολογικό κίνημα, το οποίο εκφράζεται και πολιτικά με το κόμμα των πρασίνων,
- πολλά χτίστηκαν και λειτουργούν μέσα σε μητροπόλεις που έχουν πράσινο χαρακτήρα,
- δεν έχει υπάρξει καμία καταγγελία για ρύπανση του περιβάλλοντος,
θεωρώ υπερβολική την αντίδραση στην πρόταση της περιφέρειας και υποπτεύομαι – εύχομαι να βγω κακός προφήτης – πως αν αυτή παρεμποδιστεί το πρόβλημα της διαχείρισης των απορριμμάτων θα διαιωνιστεί με ό,τι κακό σημαίνει αυτό για τον τόπο μας. Σ’ αυτήν την περίπτωση οι αντιδρώντες δήμαρχοι θα ήταν καλό να μας πουν από τώρα «ποιος θα πληρώσει τη νύφη», όταν θ’ αρχίσουν να πέφτουν βροχή τα πρόστιμα της Ε.Ε..
Προσωπικά έχω την γνώμη πως για να είναι ολοκληρωμένο ένα σχέδιο διαχείρισης απορριμμάτων απαιτείται: α) Πλήρης καταγραφή των ποσοτήτων και της σύστασης των παραγόμενων στερεών αποβλήτων κάθε δήμου, β) Κατασκευή και λειτουργία συστήματος «Διαλογής-Ανακύκλωσης- Κομποστοποίησης και Υγειονομικής Ταφής Υπολειμμάτων», γ) Κατασκευή και λειτουργία μονάδας θερμικής επεξεργασίας απορριμμάτων. Το σχέδιο αυτό πρέπει να είναι βιώσιμο οικονομικά, αποτελεσματικό περιβαλλοντικά και με προστιθέμενη αξία την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Τέλος στις μονάδες θερμικής επεξεργασίας είναι αξιοσημείωτη η αρχιτεκτονική τους φυσιογνωμία και αναζήτηση. Στην περίπτωση της μονάδας της Βιέννης, το 1988, ύστερα από πρόσκληση του Δημάρχου της Βιέννης Helmut Ζilk, ανέλαβε τον σχεδιασμό του Spittelau Plant της Βιέννης ο Friedensreich Hundertwasser ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες στην Αυστρία. Η φουτουριστική καπνοδόχος του Spittelau Plant ύψους 126 μέτρων, που σχεδίασε ο Hundertwasser αποτελεί σημείο πολιτιστικής αναφοράς και αξιοθέατου της πόλης.
Με λίγα λόγια πρέπει να κάνουμε ένα γενναίο βήμα μπροστά για να καλύψουμε μέρος της διαφοράς, που μας χωρίζει με τους άλλους Ευρωπαίους. Ας βάλουμε στην άκρη τις συνήθεις ελληνικές μεμψιμοιρίες και τις αστήρικτες διαμαρτυρίες όσων απορρίπτουν τα πάντα, δίχως να προτείνουν τίποτα. Το πρόβλημα των απορριμμάτων, που μας εκθέτει παγκοσμίως ως χώρα και ως λαό, πρέπει να λυθεί «εδώ και τώρα».




