Η 28η Οκτωβρίου 1940 είναι μια ημέρα ορόσημο στη νεότερη ιστορία μας. Είναι η ημέρα στην οποία συμπυκνώθηκαν όλες οι ιστορικές καταβολές του λαού μας, όλες οι αρετές, οι αξίες και τα ιδανικά του. Όπως είχε πει ο αείμνηστος παιδαγωγός και φιλόσοφος ο Ευάγγελος Παπανούτσος: «Εμείς αυτή την ημέρα έχουμε να κάνουμε κάτι άλλο, πολύ μεγάλο: Να ξαναζωντανέψουμε στη μνήμη μας την 28η Οκτωβρίου του 1940, να θυμηθούμε σε ποιους θριάμβους οδηγεί η ομοψυχία ένα λαό (όσο μικρός και να είναι, όποιους κι αν έχει αντιπάλους) και σε ποιες αθλιότητες η αδελφική διένεξη».
Ενόψει αυτής της μεγάλης επετείου θα καταφύγουμε στη φλογισμένη πένα των πνευματικών ανθρώπων εκείνης της εποχής για να γνωρίσουμε το υψηλό φρόνημα, το ψυχικό σθένος, την αξιοπρέπεια, την πνευματική έξαρση, τον ακατάβλητο ηρωισμό και τη γενναιότητα των προγόνων μας, της γενιάς του Σαράντα.Κι αυτό σαν αντίβαρο στον απαράδεκτο τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν αυτήν την κορυφαία ιστορική μας ημέρα και περίοδο τα σχολικά εγχειρίδια που δημιούργησε η κυβέρνηση Σημίτη κι εφάρμοσε η κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή, τα οποία συνεχίζουν να είναι σε χρήση ακόμα και σήμερα. Να τι είπε σε μια ομιλία του, που είχε ως θέμα «Το ’40 στα σχολικά βιβλία Γλώσσας: δειλία, ηττοπάθεια και διασυρμός του Έπους!», μεταξύ άλλων, ο γνωστός πατριώτης διδάσκαλος Δημήτρης Νατσιός, από το Κιλκίς:
«...σήμερα η βλακεία, η προδοσία και η δειλία κυριαρχούν στα «περιοδικά ποικίλης ύλης», που τα ονομάζουν ευφημιστικώς βιβλία Γλώσσας! Είναι η πρώτη φορά από ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους, που δεν σέβονται οι συγγραφικές ομάδες και παρέες του υπουργείου πρώην εθνικής και νυν νεοταξικής εκπαίδευσης τους αγώνες, τις επετείους του λαού μας!
Συγκεκριμένα:
• Στην Γ’ Δημοτικού, στο α’ τεύχος του βιβλίου Γλώσσας, σελ.79, το αφιέρωμα στο Έπος του ’40, περιορίζεται στη εξής αναφορά: «Από το ημερολόγιο της Ροζίνας, μιάς δεκάχρονης εβραιοπούλας από τη Θεσσαλονίκη». Οκτώβριος 1940: Τη Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940 δεν πήγαμε σχολείο. Είχε κηρυχτεί ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος. Αναστατωμένα ήμασταν εμείς τα παιδιά. Οι Ιταλοί βομβάρδισαν τη Θεσσαλονίκη. Στο μαγαζί του πατέρα μου γίνηκαν πολλές καταστροφές». Και τέλος! Τίποτε άλλο! Αυτό μαθαίνουν χιλιάδες Ελληνόπουλα για το Σαράντα! Αναστάτωση (όπως λέμε «συνωστισμός») και καταστροφή ενός εβραϊκού μαγαζιού! Σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, όπως στην Πάτρα, σκοτώθηκαν πολλοί άνθρωποι και παιδιά από ιταλικά βομβαρδιστικά. Έγραψαν γι’ αυτό οι εφημερίδες της εποχής. Γιατί δεν συμπεριέλαβαν ένα τέτοιο συμβάν;
• Το επόμενο όμως αφιέρωμα της Ε’ Δημοτικού είναι εξοργιστικότατο! Στην σελίδα 44 του α’ τεύχους του βιβλίου Γλώσσας-δηλητηρίασης των παιδιών και μαγαρίσματος της μνήμης περιέχεται κείμενο με τίτλο: «Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο!» Και υπότιτλο: «Κι εμείς πήγαμε στο υπόγειο». Και αφού κρύφτηκαν στο υπόγειο, διαμείβονται οι εξής άθλιοι διάλογοι:«Μετά γύρισε (ο μπαμπάς) στη μανά και της είπε πώς θα τρέξει στην τράπεζα να σηκώσει λεφτά. «Δεν έχουμε δραχμή», είπε κι έφυγε τρέχοντας στη σκάλα…». Όταν ο προκομμένος ο μπαμπάς γύρισε από την τράπεζα απογοητευμένος, γιατί η τράπεζα ήταν κλειστή και δεν μπόρεσε «να σηκώσει λεφτά», πήγαν σ’ ένα υπόγειο, «στης κυρίας Γιαννοπούλου, γιατί τα σπίτι της έχει υπόγειο και το λιακωτό της είναι τσιμεντένιο και δεν μπορούν να το τρυπήσουν οι μπόμπες». Και ο μπαμπάς –πρότυπο ήρωα- πήρε στην αγκαλιά του τον αφηγητή, παιδί μικρό και του είπε:«Άκη, από σήμερα θα γίνεις άντρας». Και ο Άκης, εμπνεόμενος από την «γενναιότητα» του πατέρα του, απάντησε:«Εγώ τότε φοβήθηκα πάρα πολύ, γιατί δεν ήθελα να γίνω σήμερα άντρας…». Βεβαίως, γιατί οι άντρες στρατεύονται και πολεμούν! Ενώ όσοι δεν θέλουν να γίνουν άντρες, παίρνουν το Ι5 (γιώτα πέντε) χαρτί απόλυσης και σπεύδουν στα υπόγεια και άσε τα κορόιδα να κατασκοτώνονται για την τιμή της πατρίδας!
Τι κείμενο είναι αυτό; Ποιο μήνυμα περνά; Πριν σχολιάσω να τονίσω το εξής: Όλοι οι ειδικοί επιστήμονες που ασχολούνται με την γλώσσα και την διδακτική της, γνωρίζουν ότι δεν υπάρχουν αθώα παραμυθάκια και ότι κάθε γλωσσικό κείμενο, ακόμα και ένα πρόβλημα μαθηματικών, προάγει συγκεκριμένες αξίες και στάσεις ζωής, πρότυπα δηλαδή.Τι «προάγει» το προαναφερόμενο σκουπίδι; Πρώτον: Την δειλία, την ηττοπάθεια, την αφιλοπατρία, το ψεύδος! Γνωρίζουμε από τα «επίκαιρα» της εποχής ότι την ημέρα που κηρύχθηκε ο πόλεμος και η γενική επιστράτευση ο λαός ξεχύθηκε στους δρόμους πανηγυρίζοντας! Έξαρση, ενθουσιασμός, φιλοπατρία, πίστη για το δίκαιο του αγώνα, θάρρος, ένα πραγματικό γλέντι του λαού, που είχε απηυδήσει από τις προκλήσεις του ιταμού και ολιγόνου Μουσολίνι! Και οι μπαμπάδες δεν κρύβονταν σαν λαγοί στα υπόγεια, ούτε έτρεχαν στις τράπεζες! Αυτά τα σκέφτονται οι Γραικύλοι της σήμερον που γράφουν τα βιβλία! Να γλιτώσουν τις καταθέσεις τους και τα παλιοτόμαρά τους και η πατρίδα ας χαθεί! Εκείνοι οι μπαμπάδες, οι παππούδες μας, ντύνονταν στα χακί, και πήγαιναν, «με το χαμόγελο στα χείλη», μπροστά, στα μαρμαρένια αλώνια του Γένους!».
Ο πνευματικός κόσμος της εποχής του Σαράντα, πλην μικρών εξαιρέσεων, στάθηκε στο ύψος του, όχι μόνο στα λόγια, αλλά και στα έργα. Ντυμένοι την τιμημένη στολή του Έλληνα φαντάρου πολεμούσαν πάνω στα βορειοηπειρωτικά βουνά λογοτέχνες και ποιητές. Ενδεικτικά αναφέρουμε: τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Άγγελο Τερζάκη, τον Νικηφόρο Βρεττάκο, τον Γιάννη Χατζίνη, τον Άγγελο Βλάχο, τον Αστέρη Κοββατζή. Μερικοί, μάλιστα, ζήτησαν και πήγαν εθελοντές, όπως ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Γιάννης Μπεράτης. Δημοσιογράφοι, ανταποκριτές αθηναϊκών εφημερίδων, είχαν φτάσει στην πρώτη γραμμή του πυρός διακινδυνεύοντας τη ζωή τους. Ήταν εκεί ο Σπύρος Μελάς, ο Παύλος Παλαιολόγος, ο Βάσος Τσιμπιδάρος, ο Κ. Τριανταφυλλίδης, ο Κώστας Αθάνατος, ο Γ. Ρούσσος κ.ά. Αξιομνημόνευτη είναι η περίπτωση του πολλά υποσχόμενου ποιητή, δοκιμιογράφου και φιλοσόφου Γιώργου Σαραντάρη, που ενώ ζούσε και σπούδαζε στην Ιταλία, ήρθε αμέσως στην Ελλάδα για να πολεμήσει και πέθανε από τις κακουχίες στις 25 Φεβρουαρίου 1941 σε ηλικία μόλις 33 ετών.
«Η παρουσία της τότε πνευματικής ηγεσίας στα πεδία των μαχών, και μάλιστα εθελοντικώς, επηρέασε πολύ θετικά το φρόνημα όλων των παιδιών που πολεμούσαν», έγραψε η Καθηγήτρια Πανεπιστημίου κα Μερόπη Σπυροπούλου.
Πλημμυρισμένοι από τα στρατιωτικά αισθήματα οι ποιητές μας εμπνέονται και τραγουδούν το έπος του Σαράντα, υπογραμμίζοντας την ενότητα τον ψυχισμό‚την έξαρση και τον ενθουσιασμό του Όπως και την πίστη στον Θεό και την ελπίδα στην Υπέρμαχο Στρατηγό, την Παναγία.
Ο Συριανός Λέων Κουκούλας απευθύνεται στην Προστάτιδα του Γένους με αυτά τα λόγια:
«Στρατολάτισσα υπέρμαχη, / τα λίγα παιδιά μας,/ τα γενναία και τ’ αντίστροφα,/ στης αρετής το δρόμο πάντα οδήγα/ το νέο μας να γράψουν Μαραθώνα».
Ο γλυκόφθογγος Χιώτης ο Γιώργος Βερίτης (Αλέκος Γκιάλας) στους γεμάτους παλμό στίχους του τραγουδάει και υμνεί κι αυτός την Οδηγήτρια:
«Με το γλυκύ σου τ’ όραμα χυθήκαμε στη μάχη/ ανίκητη, απροσμάχητη πανίσχυρη Κυρά,/ και μας εχάρισες Εσύ τετράδιπλα φτερά,/ για να διαβαίνουμε γοργοί• κι ούτε κορφή, ούτε ράχη/ κι ούτε άγρια χιονοσκέπαστα πανύψηλα βουνά,/ δεν μπόρεσαν ουδέ στιγμή να κόψουν την ορμή μας./ Η χάρη Σου, Οδηγήτρα μας. στα βάθη μας περνά/ και χύνει φλόγα στην ψυχή κι ατσάλι στο κορμί μας...».
Ο Άγγελος Σικελιανός θα δημοσιεύσει στις 15 Νοεμβρίου 1940 στη «Νέα Εστία» το ποίημα «Εικοσιοχτώ του Οχτώβρη 1940»:
«…Κανείς δεν θα ξεφύγει τη γενιά του!/ το βάρος της θα σπάσει ως τη στιγμή/ που βγαίνοντας από τη λησμονιά του/ στο φως που πια δεν στέκουν δισταγμοί/ Ελέγαμε: Ένα Μαραθώνα ακόμα! Ελέγαμε: Μια Σαλαμίνα ακόμα! Ελέγαμε:/ Ακόμα ένα εικοσιένα! Κι ήρτες τέλος συ, Μητέρα-Μέρα, όπου αγκάλιασες κι ανύψωσες ολόκληρα τα περασμένα στον ανώτατο λυτρωτικό σκοπό τους, στον υπέρτατο τους ηθικόν ιστορικό ρυθμό!/ Ω, δικαίωση όλων των ελληνικών αγώνων! Ω, ύψιστη ηθική στροφή μέσα στο χάος ολόκληρου του Κόσμου! Και μαζί, ω γιγάντια πλέρια ιστορική καταβολή, από την οποία, ...Νικητές, οι Έλληνες, θα ξεκινήσουμε αύριο, πρωτοπόροι της ανάπλασης ολόκληρης της γης!...»
Ο Ελύτης στο «Άσμα Ηρωίκό και πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας»:
«...Ήταν γενναίο παιδί/ μετα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του/ με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά/ και με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι/ (φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό/ που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)/ με τους στρατιώτες του ζερβά-δεξιά/-Φωτια στην άνομη φωτιά!-/ με το αίμα πάνω από τα φρύδια/ τα βουνά της Αλβανίας βοντήξανε/ ύστερα λυώσαν το χιόνι να ξεπλύνουν/ το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής/ και το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο/ και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας./ Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας/ δεν έκλαψαν/ γιατί να κλάψουν/ ήταν γενναίο παιδί!».
Κι ακόμα το «Μάνα και γιός» (1940) του Νικηφόρου Βρεττάκου:
«Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε/ κι η μάνα κράταε τα βουνά, ορθός να στέκει ο γιος της, μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο./ Κι αχολόγαγε η Πίνδος/ σα να ‘χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν/ τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν/ οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν «Ίτε παίδες Ελλήνων…»./ Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταυρώναν στον ορίζοντα,/ Ποτάμια, πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν».
Ο πρεσβύτης Κωστής Παλαμάς θα γράψει το ποίημα «Στη νεολαία μας»:
«Αυτό κρατάει ανάλαφρο μες στην ανεμοζάλη/ το από του κόσμου τη βοή πρεσβυτικό κεφάλι/ αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα:/ Μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα».
Ο Τίμος Μωραϊτίνης θα γράψει το ποίημα «Ελληνίδες»:
«Μερόνυχτα σκυμμένη στέκει/ και ξενυχτάει δουλεύοντας για την Πατρίδα/ κι ενώ σκυμμένη πλέκει/ έχει ψηλά το μέτωπο η Ελληνίδα./ Και τα βελόνια γίνονται σπαθιά/ που βγαίνουν απ’ τη χρυσή τους θήκη/ ν’ αγωνιστούνε με το νιο πολεμιστή./ Και πλέκουν ως τη νύχτα τη βαθιά/ κι είναι άσωστη κι ατέλειωτη η κλωστή, όσο κι η Νίκη».
Να πως αποδίδει ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος την ατμόσφαιρα αυτών των ημερών στο ποίημα «Οκτώβρης 1940»
«Ανοίγουν τα παράθυρα/ κι όσοι μένουν χαιρετούν αυτούς που φεύγουν
και φεύγουν όλοι./ Γέμισαν οι πόλεις τύμπανα και σημαίες./ Ορθή η αυγή σημαιοστολίζει τα όνειρά μας/ κι η Ελλάδα λάμπει μες στα φώτα των ονείρων μας».
Ο Γιώργος Σεφέρης σημειώνει στο ημερολόγιό του την πρώτη ημέρα του πολέμου, 28 Οκτωβρίου 1940:
«Δευτέρα 28. Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: «Έχουμε πόλεμο». Τίποτα άλλο. Ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω απ’ τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, αλλά ξέρω πως θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι».
Στις 10 Νοεμβρίου 1940 δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Νέα Ελλάς» η διαμαρτυρία των Ελλήνων διανοουμένων:
«Είναι δύο εβδομάδες τώρα, που ένα τελεσίγραφο μοναδικό στα διπλωματικά χρονικά των Αθηνών για το περιεχόμενον, την ώρα και τον τρόπο που το παρουσίασεν η Ιταλία κάλεσε την Ελλάδα να της παραδώση τα εδάφη της, να αρνηθή την ελευθερία της και να κατασπιλώση την τιμήν της. Οι Έλληνες δώσαμε στην ιταμή αυτή αξίωση της φασιστικής βίας, την απάντησι που επέβαλαν τριών χιλιάδων ετών παραδόσεις, χαραγμένες βαθιά στην ψυχή μας, αλλά και γραμμένες στην τελευταία γωνιά της ιερής γης, με το αίμα των μεγαλυτέρων ηρώων της ανθρώπινης ιστορίας».
(Κωστής Παλαμάς, Σπύρος Μελάς, Άγγελος Σικελιανός, Γεώργιος Δροσίνης, Σωτήρης Σκίπης, Δημήτριος Μητρόπουλος, Κ. Δημητριάδης, Νικόλαος Βέης, Κ. Παρθένης, Ιωάννης Γρυπάρης, Γιάννης Βλαχογιάννης, Στρατής Μυριβήλης, Κώστας Ουράνης, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς, Αρίστος Καμπάνης)
Στις 15 Νοεμβρίου 1940 δημοσιεύεται άρθρο του Στρατή Μυριβήλη «Η ώρα της Ιστορίας» στο περιοδικό «Νέα Εστία» (τεύχος 334):
«...Αυτή η ομοθυμία των δέκα εκατομμυρίων Ελλήνων, με την οποία αντίκρυσαν το φοβερό γεγονός του πολέμου, είναι θαρρώ το πιο σπουδαίο φαινόμενο στην ιστορία του έθνους μας ολόκληρη. Η Ελλάδα σύσσωμη, σύψυχη, στάθηκε μπροστά στο ανοιχτό βιβλίο της Μοίρας και υπαγορεύει το νέο κεφάλαιο της ιστορίας της (...) Αυτό το θάμα δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται μέσα στην ιστορία της φυλής. Δε θα ‘ναι και η στερνή. Γιατί η Ελλάδα, μέσα στο προνομιούχο κύτταρο της , είναι ένας αιώνια νέος και ολοζώντανος οργανισμός. Είναι η ίδια η έννοια της νιότης, ενσαρκωμένη σε μια ράτσα εύστροφη, ευφάνταστη, γεμάτη πείσμα και γοητευτική τρέλα».
Ο Ηλίας Βενέζης τόνιζε:
«Δεν ήταν μόνο για τ’ αγαθά τους, για την ξερή τους γη, για το γυμνό τους βράχο που είπαν «ΟΧΙ» οι Έλληνες. Ήταν για την ελπίδα που κινδύνευε».
Την ψυχική ανωτερότητα και το ήθος των φαντάρων μας εξαίρει ο Πατρινός λογοτέχνης Κ.Ν. Τριανταφύλλου, ο οποίος πολέμησε στην Αλβανία τους Ιταλούς. Σημειώνει:
«Δεν εθίγη αιχμάλωτος, ήτο σεβαστός και μάλιστα με αυτοθυσία του προσεφέρθη πάσα εκδήλωσις αγάπης. Τραυματίαν αεροπόρον με σπασμένα πόδια μεταφέρει λοχίας εύζωνας. Υπήρξε ψυχική ανωτερότης».
Άφησα για το τέλος του μικρού μας αφιερώματος στην 28η Οκτωβρίου 1940 τον διακεκριμένο φιλόσοφο, λογοτέχνη, καθηγητή πανεπιστημίου και πολιτικό Παναγιώτη Κανελλόπουλο, που ήταν εξόριστος στην Κάρυστο από το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου κι όμως έστειλε τηλεγράφημα στην Κυβέρνηση Μεταξά, με το οποίο έθετε τον εαυτό του στην υπηρεσία της πατρίδος. Έγραφε: «Λαός ολόκληρος ενθουσιώδης και αποφασισμένος. ‘Όποιος χύσει το αίμα του δεν θα το χάσει. Ζήτω η Ελλάς».
Ναι, ζήτω η Ελλάς!
28η Οκτωβρίου 1940: «Γέμισαν οι πόλεις τύμπανα και σημαίες» (Γ.Ρίτσος)
ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
ΑΡΘΡΑ




