Τα Χριστούγεννα του Αγγελή του Πετρομάστορα

Τρίτη, 20 Δεκέμβριος 2016 20:50 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ

Μαύρη φτώχεια είχε το σπιτικό του Αγγελή. Πετρομάστορας ο ίδιος, όπως ήταν οι περισσότεροι στα μέρη της βόρειας Γορτυνίας, έτρεχε ολοχρονίς, από εδώ κι από εκεί, σ’ όλο το Μοριά για να τα βγάλει πέρα. Έτσι έβγαινε δύσκολα το φαμελιάτικο ψωμί εκείνα τα δύστηνα προπολεμικά χρόνια στα μέρη μας. Μπουλούκια μαστόρων έφευγαν απ’ τα χωριά μας με τον ερχομό της άνοιξης και γύριζαν τα Χριστούγεννα. Πήγαιναν στη Λακωνία, στη Μεσσηνία, στην Αργολίδα κι αργότερα στην Ηλεία. Έχτιζαν νέα σπίτια, ναούς, καμπαναριά, φούρνους και γιοφύρια, μερεμέτιζαν τα παλιά. Στο μεταξύ όταν κάποιος έβρισκε ευκαιρία και επισκεπτόταν την οικογένειά του, όλοι οι άλλοι τον αγγάρευαν να πάρει μαζί του λίγα χρήματα απ’ τον καθένα για να συντηρηθούν οι δικοί τους, ώσπου να τελειώσει η περιοδεία τους.
Το σπίτι του Αγγελή βρισκόταν στον Πάνω Μαχαλά. Ήταν ένα παλιό ισόγειο πετρόχτιστο οίκημα με κεραμοσκεπή. Μπροστά του είχε μιαν ευρύχωρη αυλή όπου φύτευαν τα λιγοστά λαχανικά τους. Πίσω απ’ το σπίτι άρχιζε ο λόγγος με τις σκουροπράσινες βελανιδιές, τα πουρνάρια και τις ασφάκες. Λίγο πιο κάτω ήταν η Κρύα Βρύση που τους προμήθευε κρυστάλλινο νερό. Το σπίτι δεν είχε σοβατιστεί, ούτε ταβανωθεί. Δεν είχε τζάκι, αλλά σε μια γωνιά είχαν ανοίξει μια τρύπα στη σκεπή για να φεύγει ο καπνός κι εκεί άναβαν τη φωτιά για να ζεσταθούν και να μαγειρέψουν στην πυροστιά.Τα έπιπλα λιγοστά, τα απολύτως χρειώδη.
Ένα ξύλινο τραπέζι, τέσσερις ψάθινες καρέκλες, ένα ντουλάπι για τα κουζινικά, δυο ξεχαρβαλωμένα μπαούλα για τα ρούχα. Στον ένα τοίχο ήταν η κασέλα στην οποία φύλαγαν το στάρι και το κριθάρι της χρονιάς. Ένα αυτοσχέδιο ξύλινο κρεβάτι σαν πάγκος για το ζευγάρι και τα παιδιά στρωματσάδα στο πάτωμα. Δύσκολη ζωή.
Η δόλια η Χαρούλα, η γυναίκα του, πάλευε να τα βγάλει πέρα με τη φυσική ευστροφία που είχαν όλες οι γυναίκες εκείνου του καιρού. Με πέντε παιδιά στην πλάτη έπρεπε καθημερινά να βρίσκει τον τρόπο να τους εξασφαλίζει τον άρτο τον επιούσιο. Όσο ο Αγγελής έλειπε αυτή ψώνιζε βερεσέ απ’ το μπακάλικο του μπαρμπα-Λεωνίδα κι όταν ο άντρας της έστελνε λεφτά αυτόν φρόντιζε πρώτα-πρώτα να ξεχρεώσει. Ο γιος της ο Πανάγος δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί το έκανε αυτό η μάνα του και φώναζε κλαίγοντας: «Πωπώ, η μάνα μου τρελάθηκε και δίνει τα λεφτά μας στον μπαρμπα-Λεωνίδα. Άμα θα’ρθει ο πατέρας μου θα του το πω και θα τηνε χορτάσει ξύλο».
Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Ο Αγγελής είχε πει της Χαρούλας να τον προσμένει για να σφάξουν το γουρούνι και να γιορτάσουν τη Γέννηση του Χριστού. Οι μέρες, όμως, περνούσαν κι ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Η προκομμένη γυναίκα είχε ασπρίσει την αυλή της, είχε σωριάσει ξύλα για τη φωτιά και είχε ψήσει στο χωριάτικο φούρνο της γειτόνισσας λίγους κουραμπιέδες κι ένα χριστόψωμο, αλλά ο άντρας της δεν έλεγε να φανεί.
Το σφάξιμο του γουρουνιού ήταν μπελαλίδικη δουλειά. Ήθελε ικανό σφάχτη για να του κόψει το λαιμό μια κι έξω, μεγάλη φωτιά να βράσει το νερό για να το ξεθερμίσουν, ξεντέριασμα και τεμάχισμα. Τα παιδιά δεν χόρταιναν να βλέπουν. Σαν ο σφάχτης έβγαζε τη φούσκα τούς την πέταγε κι αυτά την έπλεναν, τη φούσκωναν και την έκαναν μπαλόνι για παιχνίδι. Έπειτα τα πιο εκλεκτά μεζέδια απ’ το λαιμό και τη συκωταριά έμπαιναν στη θράκα για να ψηθούν, δίκαιη αμοιβή όσων κοπίαζαν που συνοδευόταν από γλυκόπιοτο κοκκινέλι.
Σαν είδε κι απόειδε η Χαρούλα από την άργητα του αντρός της πήρε την απόφασή της. Την προπαραμονή των Χριστουγέννων πήγε και φώναξε το γαμπρό της το Φώτη για να το σφάξει.
Εκείνος φόρεσε τα πιο παλιά του ρούχα, πήρε το μεγάλο χασαπομάχαιρο και πήγε στο σπίτι του Αγγελή. Ο μικρός Πανάγος μόλις τον είδε έβαλε τις φωνές: «Ρε κερατά Φώτη άσε το γουρούνι μας χάμω»! Νόμιζε πως ο Φώτης θα τους το έπαιρνε κι αυτοί θα έμεναν νηστικοί.
Κλαίγοντας έτρεξε πιο πάνω σε μια συστάδα από πουρνάρια κι άρχισε να τον πετροβολάει. Ο Φώτης σκασμένος στα γέλια του είπε: «Μη φοβάσαι ρε Πανάγο, δικό σας είναι το γουρούνι! Μόλις τελειώσω το σφάξιμο και το λιάνισμα θα φύγω! Έλα κάτω!».
Την παραμονή το βράδυ φάνηκε κι ο Αγγελής. Ερχόταν με τα πόδια απ’ τα Ολύμπια. Άργησε να’ρθει γιατί στα Λουτρά άραξαν με τους συντρόφους του σ’ ένα καπηλειό και το ’να έφερε τ’ άλλο. Είχε στην πλάτη ένα σακούλι με του Θεού τα καλά. Βαμβακερό νυχτικό για τη συμβία του, φουστανάκια για τις δυο κόρες, ντρίλινα παντελόνια για τους τρεις γιους. Διάλεξε από το σωρό το χριστόξυλο που θα έβαζε ολοβραδίς στη φωτιά για να ζεσταθεί η Παναγιά, πλύθηκε, ξυρίστηκε κι έπεσε νωρίς για ύπνο, ώστε να ’χει δυνάμεις και να πάει χαράματα στη χριστουγεννιάτικη λειτουργία.
Ο ήλιος είχε προβάλλει πάνω απ’ την κορφή του Αη-Λιά, όταν έκανε απόλυση ο παπα-Λάμπρος. Ο Αγγελής πέρασε από το ταβερνάκι του χωριού να πει τα «Χρόνια Πολλά» στο σινάφι του και κόλλησε. Κέρνα ό ένας, κέρνα ο άλλος, έφτασε μεσημέρι. Τότε το διέλυσαν κι έφυγαν ο καθένας για το σπίτι του. Η Χαρούλα πρόσμενε υπομονετικά τον άντρα της για να φάνε όλοι μαζί. Παρ’ όλο που τα παιδιά της είχαν κρεπάρει από την πείνα και την παρακαλούσαν να τους δώσει ένα μεζέ για τη λιγούρα εκείνη έστεκε ακλόνητος βράχος. Ο τέντζερης θα άνοιγε μόνο σαν έφτανε «ο στύλος του σπιτιού», όπως έλεγε τον Αγγελή της.
Κάθισαν γύρω από τη φωτιά που τριζοβολούσε. Η Χαρούλα έστρωσε τραπέζι στο σοφρά και το φτωχικό τους μοσκοβόλησε από φρεσκομαγειρεμένο κοκκινιστό χοιρινό. Ο Αγγελής με βραχνή φωνή έψαλλε το τροπάριο της Γεννήσεως κι ευχήθηκε στη φαμίλια του «Χρόνια Πολλά». Άρχισαν να τρώνε με όρεξη και να πίνουν τον ευλογημένο οίνο, που «φυτρώνει στην πέτρα». Στο τέλος ο Αγγελής άναψε ένα σέρτικο τσιγάρο στρογγυλοκάθισε αναπαυτικά κι άρχισε τα τραγούδια. Είπε πρώτα τα επιτραπέζια «Σήκω επάνω Γιάννο μου» και «Θέλουν ν’ ανοίξουν τα κλαριά κι ο πάγος δεν τα αφήνει» και το αγαπημένο του «Μανουσάκια, Μανουσάκια». Η Χαρούλα και τα παιδιά τον συνόδευαν διακριτικά. Τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς ήταν όντως ευτυχισμένα για την οικογένεια του Αγγελή του πετρομάστορα.

Υ.Γ.: Με την ευκαιρία της δημοσίευσης του παρόντος χριστουγεννιάτικου αφηγήματος επιθυμώ να επισημάνω στους αναγνώστες μας ότι το καλύτερο δώρο για τούτες τις μέρες των γιορτών είναι το βιβλίο. Σας υπενθυμίζω πως βρίσκονται στην κυκλοφορία τα βιβλία μου: «Το συναξάρι των Λακώνων Αγίων» (2η έκδοση) και το νέο «Εξωκκλήσια-Παρεκκλήσια της Σπάρτης και των περιχώρων» (1η έκδοση) των εκδόσεων Ι-διομορφή(Σοφία Αντωνάκου-Γιώργος Κώτσος).

Έκθεση εικόνων

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ηλία Μακρή
Το κλίκ της ημέρας
του Ηλία Μακρή

Πρόσφατα Νέα