Πρωτοχρονιάτικη ιστορία

Παρασκευή, 30 Δεκέμβριος 2016 20:54 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ

Παραμονή Πρωτοχρονιάς γύρναγε από τη βοσκή τα προβατάκια του ο μικρός Μαρίνης. Ο αγέρας φύσαγε παγερός απ’ τις βουνοκορφές και οι καμινάδες των φτωχικών σπιτιών κάπνιζαν ασταμάτητα. Ψυχή δεν ακουγόταν. Σαν έφτασε κοντά στο πατρικό του είδε να τον προσμένει ο αδελφός του ο Σωτήρης. «Ε, φούλη, θα τα πούμε τα κάλαντα;» τον ρώτησε. «Ναι, βρε Σώτο, αφού στο υποσχέθηκα» απάντησε εκείνος.
Έβαλε τα πρόβατα στο μαντρί, που είχε φτιάξει ο πατέρας του στο πίσω μέρος του σπιτιού και μπήκε στο πατρικό του. Πήγε κοντά στο τζάκι που καθόταν κουλουριασμένη η γιαγιά του η Μαριώ και ζέστανε τα παγωμένα χέρια του. «Μην τα πας κοντά στη φωτιά παιδάκι μου, γιατί θα βγάλεις χιονίστρες και θα σε πονάνε» του είπε η γριούλα. Ο Σωτήρης ήρθε και στάθηκε δίπλα του. «Φούλη, θα πάμε να πούμε τα κάλαντα;». «Ναι βρε Σώτο, κάτσε να πάρω μιαν ανάσα και φύγαμε».
Τα δυο αδελφάκια βγήκαν από το σπίτι την ώρα που άρχισε να σουρουπώνει. Ο ήλιος είχε χαθεί κι ένα βυσσινί χρώμα είχε απλωθεί στα δυτικά. Ο ουρανός ξάστερος μια κρυστάλλινη γαλάζια ομορφιά. Κάποιο αστέρι τρεμόπαιζε στην ανατολή. Το κρύο ξυράφι. Σήκωσαν τους γιακάδες από τα μπαλωμένα σακάκια τους κι έσφιξαν τα χέρια γύρω από το σώμα τους για να πάρουν κουράγιο. Στάθηκαν στου γείτονά τους του μαστρο-Τάκη κι άρχισαν:
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά - ψιλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή καλός μας χρόνος - εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνο.
Αρχή που βγήκε ο Χριστός - Άγιος και Πνευματικός
στη γη να περπατήσει - και να μας καλοκαρδίσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται - άρχοντες τον κατέχετε
από την Καισαρεία - σ’ είσ’ αρχόντισσα κυρία.
Βαστά εικόνα και χαρτί - ζαχαροκάντι ζυμωτή
χαρτί και καλαμάρι - δες κι εμέ το παλικάρι.
Το καλαμάρι έγραφε - η μοίρα μου τι μ’ έγραφε!
Και το χαρτί ομίλει - άσπρε μου χρυσέ μου ήλιε.
Βασίλη πόθεν έρχεσαι και δεν μας καταδέχεσαι;
Και πόθεν κατεβαίνεις και δε μας απανταίνεις;
Από τη μάνα μ’ έρχομαι - εγώ σας καταδέχομαι
και στο σχολειό μου πάγω. - Δε μου λέτε τι να κάνω;
Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις - κάτσε τον πόνο σου να πεις.
Κάτσε να τραγουδήσεις - και να μας καλοκαρδίσεις».
«Και του χρόνου καλόπαιδα!» τους είπε η κυρα Τάκαινα και τους έδωσε από ένα πενηνταράκι.
Είχαν φτάσει στα πρώτα σπίτια του χωριού όταν άκουσαν τη μάνα τους να τους φωνάζει με διαπεραστική φωνή: «Μαρίνη, Σώτο, ελάτε γλήγορα, γιατί νύχτωσε μαθές». Οι δύο καλαντιστές σταμάτησαν αμέσως κι έσπευσαν να υπακούσουν. Το χωριό τους, άλλωστε, δεν ήταν μεγάλο και είχαν φτάσει στο τέλος της εξόρμησής τους, που τους απέφερε μιάμιση δραχμή και δυο κουραμπιέδες.
Η μάνα τους πρόσμενε στη θύρα του σπιτιού. «Ελάτε, γιατί γύρισε ο πατέρας σας και θέλω να του βάλω να φάει» είπε και τους τράβηξε στη βαρέλα με το νερό για να πλυθούν. Τους έδωσε μια πετσέτα για να στεγνωθούν κι έπειτα όλοι μαζί μπήκαν μέσα. Μπροστά στο τζάκι που σπιθοβολούσε καθόταν ο κύρης τους και κάπνιζε σκεφτικός. «Βρε καλώς τους!» φώναξε σαν τους είδε. «Άιντε να φάμε, γιατί λύσσαξα όλη μέρα στο βουνό».
Σε λίγο τα πιάτα πάνω στο παλιό τραπέζι άχνιζαν από τη μοσχομυριστή κοτόσουπα, τη σπιτική τυρόπιτα, το φρεσκοκομμένο ψωμί και το γλυκόπιοτο κρασί. Έκαναν το σταυρό τους. «Με το καλό να μας έρθει ο νέος χρόνος», μουρμούρισε ο πατέρας. «Αμήν» συμπλήρωσε η γυναίκα του κι άρχισαν να τρώνε με όρεξη. Πού και πού διέκοπταν για να τσουγκρίσουν τα ποτήρια τους. «Αμ θα ‘μαιμαζί σας του χρόνου;» αναρωτιόταν η καλοκάγαθη γιαγιά. «Σώπα βρε μάνα, όλοι θα ‘μαστε και του χρόνου εδώ», την αποπήρε δήθεν ο πατέρας και η ώρα περνούσε.
Σαν απόφαγαν κάθισαν όλοι γύρω από το τζάκι. «Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστης κλώτσο να γυρίσει παραμύθι ν’ αρχινίσει» είπε ο πατέρας και τα παιδιά στριμώχτηκαν κοντά του γιατί κατάλαβαν πως ήρθε η ώρα για το πρωτοχρονιάτικο παραμύθι. Εκείνος πήρε με την τσιμπίδα ένα κάρβουνο από το τζάκι κι άναψε το τσιγάρο του. Τράβηξε δυο ρουφηξιές και ξεκίνησε.
«Θα σας πω μωρέ παιδιά, πώς γλίτωσε παραμονές πρωτοχρονιάς ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου από τα καλικαντζάρια. Πάνε χρόνια, πολλά χρόνια, τέτοια εποχή. Βαρυχειμωνιά είχε πλακώσει τον τόπο μας. Ο κοσμάκης είχε κλειστεί στα σπίτια του και δεν κόταγε να ξεμυτίσει. Ο παππούς σας ήθελε να πάει στου Χαλούλαγα το μύλο να κάμει αλεύρι για τη βασιλόπιτα και τα λαλάγγια, γιατί τα χριστουγεννιάτικα τα είχαμε φάει όλα. Φόρτωσε το σακί με το γένημα στο μουλάρι μας, ένα γομάρι σωστό, και πριν ξεβγεί ο ήλιος απ’ το βουνό έφυγε. Μέχρι να ξεμακρύνει από το χωριό ακούγαμε το κουδούνι που ‘χε κρεμασμένο στο λαιμό του. Βράδιασε και ο πατέρας δεν έλεγε να φανεί. Ο καιρός είχε χαλάσει. Φύσαγε μανιασμένος βοριάς που έκανε το σπίτι μας να σειέται συθέμελα. Βγήκε το φεγγάρι κι πατέρας άφαντος. Η γιαγιά σας -το θυμάσαι μάνα; - έβγαινε ανήσυχη στο χαγιάτι κι αφουγκραζόταν μήπως κι ακούσει την κουδούνα του μουλαριού, αλλά τίποτα. Πού και πού έμπαινε μέσα πήγαινε στο εικονοστάσι και σταυροκοπιότανε δακρυσμένη. Εμείς, κουτσούβελα, καταλαβαίναμε πως κάτι άσχημο συνέβαινε και κλαίγαμε μαζί της.
Πέρασε ώρα πολύ και ξαφνικά ακούστηκε μές στο σκοτάδι το κουδούνισμα του μουλαριού μας. Η μάνα τυλίχτηκε στην πόλκα της και κατέβηκε να τον προϋπαντήσει. Έφτασε ξεπαγιασμένος, τρέμοντας από το κρύο και το φόβο. «Ε, γυναίκα σαν γλίτωσα αποσπερνού μην το μολογάς.» της είπε κατάχλωμος. «Χριστός και Παναγιά» του απάντησε εκείνη «έλα μέσα χριστιανέ μου να συνέλθεις». Τον βόηθησε να ξεφορτώσει, τον ξέντυσε, τον πήγε κοντά στη φωτιά, του έβαλε ένα πιάτο ζεστό τραχανά κι ένα ποτήρι κρασί, συνήλθε. Τότε μας είπε τι πέρασε σαν ερχόταν περνώντας απ’ την Παλιόχουνη. Ο μυλωνάς είχε κάτι ξενομερίτες κι άργησε να τον εξυπηρετήσει. Τέλειωσαν με τη δύση του ήλιου κι ώσπου να πάρει τον ανήφορο για το χωριό, άρχισε να νυχτώνει. Εκεί στο διάσελο, ο Κίτσος το μουλάρι μας, άρχισε να στυλώνει τα πόδια του ανήσυχος.
Ξαφνικά μέσα από τη ρεματιά πετάχτηκαν κάτι ζούμπερα ουρλιάζοντας και του ‘κοψαν τη χολή. Σταυροκοπήθηκε κι ανέβηκε πάνω στο μουλάρι. Στριμώχτηκε ανάμεσα στα δυο τσουβάλια με το αλεύρι και σκεπάστηκε με την κάπα του. Εκείνα, τ’ αναθεματισμένα, ανέβηκαν πάνω, τον παταγαν με τα ποδάρια τους, έβγαζαν στριγγιές φωνές κι έλεγαν: «Να το μισό γομάκι, να και τ’ άλλο μισό γομάκι, εκείνος ο κερατάς δεν φαίνεται». Κι έψαχναν να τον βρουν. Ευτυχώς που έφτασε στην εκκλησιά του Αη-Θανάση. Μόλις τα καλικαντζάρια είδαν το φως από τα καντήλια που τρεμόφεγγαν έδωσαν μια και χάθηκαν. Εμείς, είπε ο πατέρας, κουτσούβελα τότε, είχαμε στριμωχτεί στα πόδια του παππού σας και τον ακούγαμε άφωνα. «Και πώς είναι τα καλικαντζάρια;» τόλμησα να τον ρωτήσω. «Σαν μαύρα τραγιά με κέρατα, μαλλιά, γένια και κόκκινα μάτια» μου απάντησε αυτός».
«Μη λες τέτοια πράγματα στα παιδιά», τον μάλωσε η μάνα και συνδαύλισε τη φωτιά με την τσιμπίδα. «Ελάτε, κοντεύουν μεσάνυχτα και θ’ αλλάξει ο χρόνος.Πάμε στη βρύση». Πήρε από το ντουλάπι ένα πιάτο με γλυκά, τα παιδιά φόρεσαν τις πατατούκες τους και όλοι βγήκαν έξω. Σκοτάδι παντού. Στον ουρανό ένα μελίσσιαπό φώτα που τρεμόσβηναν. Ροβόλησαν λίγο πιο κάτω στην βρύση την Ντόρμπιτσι. Πήραν με τις φούχτες τους το παγωμένο νερό και νίφτηκαν λέγοντας: «Πάρε κρήνη τα δώρα μας και δώσ’ μας τη δροσιά σου...».
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς όλη η οικογένεια πήγε στην εκκλησία. Ο πατέρας είχε στην τσέπη του ένα ρόδι για να το λειτουργήσει. Γυρνώντας χτύπησε την πόρτα για να του ανοίξει η γιαγιά, ώστε να είναι ο πρώτος που θα μπει για να κάνει το ποδαρικό, κρατώντας το ρόδι στο χέρι. Μπαίνοντας μέσα με το δεξί πόδι πέταξε το ρόδι με δύναμη πίσω από την εξώπορτα. Το ρόδι έσπασε και οι ρώγες του πετάχτηκαν παντού. «Με υγεία, ευτυχία και χαρά το νέο έτος! Όσες ρώγες έχει το ρόδι τόσα λεφτά να ’χει η τσέπη μας όλη τη χρονιά» είπε ο πατέρας. Ο Μαρίνης και ο Σώτος έπεσαν κάτω στο πάτωμα και μάζευαν τις ρώγες. Τις κοίταζαν για να δουν αν είναι κόκκινες και τραγανές. Όσο γερές και όμορφες είναι οι ρώγες, τους είχε πει η γιαγιά, τόσο χαρούμενες κι ευλογημένες θα είναι οι μέρες του καινούριου χρόνου.

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ηλία Μακρή
Το κλίκ της ημέρας
του Ηλία Μακρή

Πρόσφατα Νέα