Το αρνί του παραθερισμού

Πέμπτη, 29 Νοέμβριος 2018 19:52 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ

Φίλοι αναγνώστες, θα ασχοληθώ ακόμα με δύο περιστατικά της προπολεμικής περιόδου, που αφορούν άτομα της οικογένειάς μου και κυρίως τον μεγάλο μου αδελφό Αντρέα, που σε μερικές ημέρες γιορτάζουμε την μνήμη του Αγίου Αντρέα. Τα γεγονότα αυτά έχουν αποτυπωθεί στο παιδικό μυαλό μου της εποχής εκείνης, της 10ετίας του 1930.
Ο Αντρέας έμενε στο διπλανό σπίτι, με τον παππού και τη γιαγιά. Είχε την ησυχία του, γιατί στο άλλο σπίτι επικρατούσε μεγάλη κινητικότητα και φασαρία με τις αγροτικές εργασίες και το μεγάλωμα έξι ακόμα παιδιών, γεννημένα, μέσα σε δέκα χρόνια. Άρχισε να διαβάζει και κάποια βιβλία, που ο παππούς διατηρούσε σκονισμένα στο ράφι τους και σύγχρονα, δανεισμένα από φίλους του. Έγραφε και ποιήματα.
Πήγαινε ο πατέρας καμιά φορά να τον πάρει για τις αγροτικές εργασίες κι εκείνος του απαντούσε. «Πηγαίνετε πατέρα εσείς στα κτήματα, εγώ διαβάζω και γράφω. Μπορεί βέβαια να χάνει η γεωργία με την απουσία μου, κερδίζει οπωσδήποτε η ποίηση». Διάβαζε και για το Γυμνάσιο της Σπάρτης, όπου φοιτούσε, σαν μαθητής. Έφευγε ο πατέρας τσαντισμένος, που έβλεπε, ότι ο πρωτότοκος γιος του, είχε την πλήρη προστασία του παππού και της γιαγιάς και δεν συμμετείχε στα της οικογενείας.
Το καλοκαίρι του 1940, ο Αντρέας με μερικούς φίλους του, είχανε ανεβεί στο βουνό για παραθερισμό, στη θέση Κανελάκια, πάνω απ’ την Τρύπη, στους πρόποδες του Λατζινίκου, τότε η θάλασσα ήτανε άγνωστη και απρόσιτη σ’ εμάς, σαν τόπος παραθερισμού. Είχανε φτιάξει καλύβες πάνω στα πεύκα και τα έλατα, με ξύλα απ’ το δάσος, πολλή φτέρη που διέθετε η περιοχή και διάφορα στρωσίδια. Τον Ηλία κι’ εμένα, μας πήγαινε η γιαγιά Ελένη, με το γάιδαρο, φορτωμένο με διάφορα τρόφιμα. Καθίσαμε εμείς οι μικροί λίγες ημέρες και ήλθε η γιαγιά και μας πήρε.
Η παρέα διέθετε και ραδιόφωνο μπαταρίας, από τα πρώτα στο χωριό, εκείνη την εποχή. Όπως άκουγαν κάποιοι σταθμό παρουσιάστηκε και ο τσοπάνος της περιοχής, που έμεινε έκπληκτος, απ’ αυτό το άκουσμα, πάνω στο βουνό. Ρώτησε τί είναι αυτό το πράμα και του απάντησαν ότι είναι ραδιόφωνο, που μπορείς ν’ ακούσεις όλον τον κόσμο. «Κι εγώ που έχω φαντάρο γιο στην Κοζάνη, μπορώ να τον ακούσω»; Κοιτάχτηκαν πονηρά, όλοι οι νεαροί της ομήγυρης και του απάντησαν, όλοι με μια φωνή, να περάσει την επομένη μέρα για να τον ειδοποιήσουν στη μονάδα του, που υπηρετεί.
Όλη εκείνη τη μέρα ασχολήθηκαν με ζήλο, να φέρουν σε πέρας την κομπίνα, που είχαν σκοπό να στήσουν στον αφελή τσοπάνο, για να του φάνε το καλύτερο αρνί, που έβλεπαν ότι έβοσκε στη στάνη του. Σταμάτησαν τις ξάπλες κι εργάστηκαν εντατικά, έκοψαν ξύλα και φτέρη, έφτιαξαν μια καλύβα, όπου θα τοποθετούσαν το ραδιόφωνο. Πίσω απ’ αυτό και απ’ το παραβάν από φτέρη που έφτιαξαν, έβαλαν άνθρωπό τους να παριστάνει τη φωνή του φαντάρου, πλήρως δασκαλεμένου, με κάμποσες πρόβες.
Την επόμενη μέρα, ήτανε όλα έτοιμα και ήλθε η ώρα της επικοινωνίας. Τον έβαλαν να καθίσει, μπρος απ’ το ραδιόφωνο, μέσα στην καλύβα κι’ ένας απ’ τους νεαρούς έψαχνε να βρει τη συχνότητα δήθεν. Εδώ έλεγε Αθήνα, εκεί Θεσσαλονίκη κι εδώ νάτο φτάσαμε στη Κοζάνη. Κι ακούγεται η φωνή «έλα πατέρα, πατέρα μ’ ακούς; Σε παίρνω απ’ τη μονάδα μου, είσαι καλά πατέρα» λέει ο βαλτός. «Παιδί μου, παιδί μου, πολύ χαίρομαι που σε ακούω» λέει ο πατέρας δακρύζοντας με τρεμάμενη φωνή. «Είσαι καλά στο στρατό»; «Είμαι καλά πατέρα και συγκινήθηκα που σε ακούω, τόσο καθαρά και θέλω να σε παρακαλέσω, γιατί πολύ το ευχαριστήθηκα, να σφάξεις το καλύτερο αρνί, να το φάτε με τους φίλους σου εκεί όπου είσαι».
Έσφαξε ο πατέρας το αρνί και πέρασαν καλά οι πεινασμένοι φίλοι στο βουνό τρώγοντας αρνί και πίνοντας κρασί. Τον Οκτώβριο με τον πόλεμο, ο φαντάρος πήγε στην πρώτη γραμμή, στο Αλβανικό μέτωπο. Πολέμησε, ευτυχώς έμεινε σώος και την Άνοιξη του 1941, με την κατάρρευση του μετώπου, λόγω Γερμανικής επέμβασης, επέστρεψε ο φαντάρος στο χωριό του. Αναφέρθηκε, κάποια στιγμή, ο πατέρας στο περιστατικό εκείνο της επικοινωνίας τους, όταν υπηρετούσε στο στρατό και το παιδί αρνήθηκε ότι είχε κάποια επικοινωνία μαζί του, όταν υπηρετούσε.
Κατάλαβαν τη φάρσα που τους έστησαν οι νεαροί παραθεριστές και εκλήθη ο πατέρας μας να πληρώσει το αρνί του καλοκαιρινού συμποσίου τους, πάνω στο βουνό. Ευτυχώς υπήρχε ακόμη λίγο λάδι στα ντεπόζιτα, στο κατώι του σπιτιού μας και έγινε η εξόφληση του χρέους της παιδικής επιπολαιότητας, με τη συμμετοχή του πρώτου ραδιοφώνου που κυκλοφόρησε στο χωριό μας, πριν την κατοχή, από τους Γερμανούς.
Προηγήθηκε βέβαια της κατοχής, το ένδοξο Αλβανικό μέτωπο, όπου στρατεύτηκαν όλα τα ελληνόπουλα, μεταξύ αυτών και οι νεαροί της ιστορίας μου. Στρατεύτηκε ακόμα και το ραδιόφωνο, που τοποθετήθηκε στο σχολείο του χωριού μας και μετέδιδε κάθε φορά νικηφόρα, από τον ένδοξο Ελληνικό στρατό, 78 χρόνια πριν, τέτοια εποχή, την πτώση του Αργυροκάστρου, της Χιμάρας, του Τεπελενίου, της Κορυτσάς κ.α. και η καμπάνα του χωριού ηχούσε πανηγυρικά, κάθε φορά, θυμάμαι. Έτυχε ν’ ανεβώ, μικρό παιδί, ένα βράδυ στην απάνω χώρα κι έβλεπα ο μπακάλης πρόχειρα να έχει ανοίξει ένα μεγάλο κουτί με σαρδέλες, με ψωμί και κρασί, οι πατριώτες να κάνουν το κέφι τους, χορεύοντας. Γιορτάζανε κάποια νίκη στο μέτωπο, που μετάδωσε το ραδιόφωνο.

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

LINARDI
Koutsoviti