Μια φορά κι έναν καιρό, στην κεντρική οδό μιας ιστορικής πόλης, πολλοί «κυβόλιθοι» μαζεύτηκαν, κι ο καθένας έλεγε τα βάσανά του:
- Η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά όταν περνάει αμάξι από πάνω μου, που κοντεύει να σπάσει. Δεν ήμουν εγώ για τέτοια…
- Με πονάει όλο μου το σώμα. Αυτός που με έχωσε εδώ μέσα, δεν ήξερε που του παν τα τέσσερα. Ανειδίκευτος ή μαθητευόμενος πρέπει να ήταν. Που είναι εκείνοι οι καλοί τεχνίτες που δεν καταλάβαινες πόνο;
- Βρε παιδιά, γιατί είμαι τόσο μακριά από εσάς και σας κοιτώ λοξά; Που πήγαν και με έχωσαν εδώ πέρα. Δεν πήραν τα σωστά μέτρα; Νιώθω τόση μοναξιά..
Λέγανε, λέγανε και τελειωμό δεν είχανε... Άνθρωποι και αμάξια, όλοι εναντίον τους, τι να την κάνουν τέτοια ζωή; Μέσα στην θλίψη και την απελπισία τους, το πήραν απόφαση. Θα σηκωθούν να φύγουν απ’ αυτή την πόλη, για να γλιτώσουν μια και καλή!
Τότε ακούστηκε, η εξασθενημένη φωνή ενός πλατάνου:
- Αδέρφια μου, για κοιτάξτε. Υπάρχουν κι άλλοι σε αυτό το δρόμο, πιο φοβισμένοι κι απελπισμένοι από εμάς, με πιο πολλά βάσανα. Τα πλατάνια κοίταξαν το ένα το άλλο και άρχισε το καθένα να λέει τα βάσανά του:
- Είμαι τόσο καιρό εδώ, έχασα τα όμορφα φύλλα μου και δεν έχω πάρει ούτε έναν πόντο. Μια στάλα νερό βρε παιδιά…
- Εγώ έχω αγχωθεί με την εμφάνισή μου. Δεν με έχω δει πουθενά σε μία φωτογραφία (σκαρίφημα) για να δω πως θα είμαι στο μέλλον και να με χαρώ.
- Για ποιο μέλλον μιλάς νάρκισσε; Δεν βλέπεις τα χάλια μας; Ήδη οι περισσότεροι από εμάς είμαστε ξηραμένοι και οι άνθρωποι μάς κοιτούν και μάς σχολιάζουν γελώντας. Δεν βλέπεις και τους προηγούμενους από εμάς (Φοίνικες), που κατέληξαν;
Οι κυβόλιθοι κοίταξαν ο ένας τον άλλον με νόημα και παρηγορήθηκαν. Σκέφτηκαν, ότι όλοι όσοι βρίσκονταν σε αυτόν τον πολυσύχναστο δρόμο, είναι στην ίδια μοίρα. Τότε, συζήτησαν για αρκετή ώρα μαζί με τα πλατάνια και αποφάσισαν λέγοντας:
- Σε αυτή την πόλη, ο ένας ρίχνει την ευθύνη στον άλλον. Για ποιο λόγο να φύγουμε τώρα και να ρίξουν τις ευθύνες σε εμάς, ότι δεν πέτυχε το έργο; Ας καθίσουμε λίγο ακόμη. Πριν λίγες μέρες συνεδρίαζαν όλοι οι αρμόδιοι στο Δημαρχείο, για 5 ώρες. Δίπλα ήμασταν και ακούγαμε με ανοιχτά τα αυτιά, αλλά και το στόμα! Ακούσαμε όλους «μαζί», να αμφισβητούν ο ένας τον άλλον, να ειρωνεύονται, να έρχονται σε αντιπαράθεση και να υπερασπίζονται με ηχηρή φωνή το δίκιο τους, αλλά να συμφιλιώνονται στο τέλος με την ιδέα, ότι το έργο έχει ελάχιστες έως μηδαμινές ελπίδες να ολοκληρωθεί έως τον Οκτώβριο, που δόθηκε η παράταση στο «γλυκομίλητο» εργολάβο. Το τελικό αποτέλεσμα της συνεδρίασης, ήταν: «Πάμε κι όπου βγει..!»
- «Όχι λοιπόν», φώναξαν δυνατά οι «κυβόλιθοι» και τα «πλατάνια». Θα κάτσουμε εδώ έως τον Οκτώβριο, για να πέσει πάνω τους η ευθύνη και μετά ας τα βγάλουν πέρα μόνοι τους! Ας μαζευτούμε, πέρασε η ώρα και πρέπει να ξεκουραστούμε στο φως των αστεριών.
Έτσι, η νύχτα άπλωσε τα μαύρα της πέπλα πάνω από την κεντρική οδό της πιο ιστορικής πόλης στον κόσμο, σε έναν αφιλόξενο δρόμο, που δεν ανθίζουν πια τα χαμόγελα. Σε έναν δρόμο, που ακόμα ηχούν οι φωνές και ο αντίλαλος της νοσταλγίας των «Φοινίκων»..
Κι έζησαν οι Άρχοντες καλά, κι εμείς…
* Ο Γιώργος Κεραμιδάς είναι Σύμβουλος Προσωπικής & Επαγγελματικής Ανάπτυξης, Επικοινωνιολόγος